Η μάχη αποτελεί μία σχεδόν ενδο-οικογενειακή διαμάχη. Το Μιλάνο την εποχή εκείνη ήταν πλουσιότατη και σημαντική πόλη-κράτος υπό την διακυβέρνηση της οικογένειας Βισκόντι, που κατείχαν όλα τα αξιώματα. Ένα μέλος της, ο φιλόδοξος Λοντρίτσιο Βισκόντι, έπεσε σε δυσμένεια και εξορίστηκε. Κατόρθωσε όμως να προσλάβει έναν στρατό 2.500 Γερμανών ιπποτών και 1.000 Ελβετών μισθοφόρων πεζών και να διεξαγάγει μια εκστρατεία που γρήγορα έφερε υπό τον έλεγχό του όλη τη Βόρειο Ιταλία.
Τον Φεβρουάριο κινήθηκε κατά του ίδιου του Μιλάνου και δύο θείοι του, οι Λοντσίνο και Αντσόνε Βισκόντι κινητοποίησαν την πολιτοφυλακή της πόλης και μαζί με 700 ιππότες της Σαβοΐας υπό τον Ετόρε ντα Πανίγκο, τον συνάντησαν στο Παραμπιάγκο, μια πολίχνη έξω από το Μιλάνο. Στη μάχη ο Λοντρίτσιο αποδείχθηκε εξαιρετικά τολμηρός. Κινήθηκε αστραπιαία και διέλυσε το ήμισυ του στρατού του Μιλάνου, που ταγμένος άσχημα στο πεδίο ήταν πρακτικά χωρισμένος σε δύο τμήματα. Οι Μιλανέζοι σκόρπισαν και ο Λοντρίτσιο τους καταδίωξε συγκρουόμενος ξανά με επιτυχία μαζί τους. Οι φυγάδες ωστόσο κατόρθωσαν να αναδιοργανωθούν και να διεξάγουν μια χαλαρή εμπλοκή σε μικρά τμήματα που κράτησαν τις δυνάμεις των “κομπανιέρων” απασχολημένους ενώ ο Πανίγκο με το ιππικό κινήθηκε κυκλωτικά και λεηλάτησε το στρατόπεδό τους θέτοντας τους μισθοφόρους μεταξύ δύο πυρών.
Τελικά, με την κινητοποίηση του άλλου μισού του μιλανέζικου στρατεύματος (ο άρχοντας Αντσόνε είχε μείνει πίσω υποφέροντας από ποδάγρα) και την επιθετική επιστροφή του Πανίγκο με τους ιππότες, οι μισθοφόροι της Κομπανίας κυκλώθηκαν και εξουδετερώθηκαν. Ο Λοντρίτσιο συνελήφθη και “επιβραβεύτηκε” για την αποστασία του μένοντας κλεισμένος σε ένα σιδερένιο κλουβί για τα επόμενα 10 χρόνια, μέχρι οι Λοντσίνο και Αντσόνε να πεθάνουν και η οικογένεια να του δώσει χάρη.