Γνωστή κι ως μάχη του Κέηπ Τάουν, η σύγκρουση αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο των Ναπολεοντείων πολέμων (πόλεμος του Τρίτου Συνασπισμού), μεταξύ μιας συμμαχίας της Μεγάλης Βρετανίας, της Ρωσίας, της Αυστρίας, της Σουηδίας και μερικών ιταλικών βασιλείων εναντίον της Γαλλίας. Πέραν του ευρωπαϊκού εδάφους, η σύγκρουση αυτή επεκτάθηκε και στη θάλασσα αλλά και στις υπερπόντιες κτήσεις και αποικίες της Γαλλίας, μια πραγματικότητα που ο Ναπολέων απεχθανόταν, καθώς δεν έδειξε ποτέ ιδιαίτερη σπουδή να υπερασπιστεί τις περιοχές αυτές.
Η περιοχή του ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδος είχε κατοικηθεί ήδη από 1652 από Ολλανδούς αποίκους. Με την κατάληψη της Ολλανδίας από τον Ναπολέοντα και την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας των Μπαταβών (ένας από τους πολλούς ναπολεόντειους πολιτικούς αυτοσχεδιασμούς στον τομέα της πολιτικής κρατικής παρθενογέννεσης), γαλλικός στρατός στάλθηκε εκεί για να ενισχύσει τη φρουρά.
Αναγνωρίζοντας την κομβική σημασία του ναυτικού σταθμού για την επικοινωνία με τις Ινδίες, η Βρετανία έστειλε στόλο και στρατό για τον έλεγχο της περιοχής. Στη μάχη που έλαβε χώρα στις 19 Ιανουαρίου οι γαλλο-μπαταβιανές δυνάμεις ηττήθηκαν και η ολλανδική αποικία του Ακρωτηρίου ενσωματώθηκε στο βρετανικό στέμμα.
Η περιοχή μετατράπηκε οριστικά σε βρετανική αποικία το 1814 με το τέλος των Ναπολεοντείων πολέμων και την Αγγλο-Ολλανδική συνθήκη. Οι ολλανδικής καταγωγής κάτοικοι αυτοεξορίστηκαν στο εσωτερικό του ακρωτηρίου, ιδρύοντας φάρμες και αυτόνομες κοινότητες που θα έρθουν σε τριβή με τους Ζουλού και άλλες τοπικές φυλές ενώ οι Βρετανοί θα εκστρατεύσουν και αυτοί στο εσωτερικό με την ανακάλυψη πολυτίμων μετάλλων τις επόμενες δεκαετίες. Η Βρετανία θα παραχωρήσει την αυτονομία στις περιοχές αυτές το 1910 με την ίδρυση της Νοτιοαφρικανικής Ένωσης που θα εξελιχθεί στην ανεξάρτητη Δημοκρατία της Νοτίου Αφρικής.