[Εκστρατεία στην Ιβηρική] – Καταδιωκόμενοι από το Σώμα του στρατηγού Σούλτ, οι Βρετανοί έφτασαν στην πόλη Κορούνια και άρχισαν να επιβιβάζονται στα πλοία του στόλου για εκκένωση, όταν οι Γάλλοι τους πρόφτασαν.
Μετά τη μάχη του Βιμέιρο, οι Γάλλοι στρατιώτες του στρατάρχη Ζουνώ κατόρθωσαν να διαφύγουν μετά από συμφωνία των τοπικών διοικητών, του στρατηγού Μπάραντ και του στρατηγού Μπάρλιμπλ που υπέργαψαν μάλιστα και συμφωνία ευγενικής αποχώρησης του γαλλικού στρατού επιτρέποντάς του να επιβιβαστεί ανενόχλητος σε πλοία και να διαφύγει. Οργισμένοι στο Λονδίνο με τα νέα της συμφωνίας κάλεσαν τους στρατηγούς τους να επιστρέψουν στην Βρετανία για εξηγήσεις, μαζί τους και τον Ουέσλεϋ, αν και ο τελευταίος δεν είχε καμία σχέση με την υπόθεση. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή διάλεξε ο Ναπολέων και με 135,000 άνδρες εισέβαλε στην βόρεια Ισπανία και πάλι για να επιβληθεί.
Ο κίνδυνος ήταν σημαντικός, αφού ο ίδιος ο Βοναπάρτης είχε τη διοίκηση των στρατευμάτων του, όλων σχεδόν βετεράνων πολλών εκστρατειών, ενώ η βρετανική ηγεσία είχε απομακρυνθεί. 80,000 Ισπανοί στρατιώτες βάδισαν για να αντιμετωπίσουν την απειλή αλλά η αξία του ισπανικού πεζικού και των αξιωματικών του δεν ήταν καθόλου εκείνη που απαιτούσε η περίσταση. Έτσι, οι 35,000 άνδρες του βρετανικού στρατού της Πορτογαλίας διατάχθηκαν να τους συνδράμουν υπό τη διοίκηση του στρατηγού σερ Τζων Μουρ, του “πατέρα” του βρετανικού ελαφρού πεζικού.
Ο Μουρ βάδισε στη μάχη με αισιοδοξία: “Κανένας Βρετανός στρατηγός δεν έχει διοικήσει τόσο μεγάλο στράτευμα από την εποχή του Μάλμπορω”. Χώρισε τις δυνάμεις του στα ορεινά περάσματα που οδηγούσαν προς το Μπούργκος, στέλνοντας το πεζικό σε μια κατεύθυνση και το ιππικό και πυροβολικό σε άλλη. Τα λάθη μπορούσαν να του στοιχίσουν ακριβά αλλά ο Ναπολέων κινείτο με άλλη ταχύτητα. Μέχρι να φτάσουν οι Βρετανοί στη Σαλαμάνγκα, έμαθαν πως οι Γάλλοι είχαν νικήσει και διασκορπίσει τους Ισπανούς, είχαν ήδη καταλάβει το Μπούργκος, σημείο σύγκλισης των δύο στρατών και κατευθύνονταν προς τη Μαδρίτη (θα έπεφτε λίγο μετά). Ξαφνικά, οι Βρετανοί ήταν διαιρεμένοι, μόνοι, παγιδευμένοι στα ορεινά και με τον εχθρό να τους ξεπερνά σε αναλογία τουλάχιστον δύο προς ένα.
Παρόλα αυτά, ο Μουρ προσπάθησε να δώσει μια μάχη για την τιμή των όπλων χτυπώντας το Σώμα του στρατάρχη Σουλτ. Η κίνηση ήταν αξιέπαινη αλλά όχι και τόσο σοφή. Με τον Ναπολέοντα να έχει τοποθετήσει τον αδερφό του στο θρόνο, πλέον ο Μουρ αντιμετώπιζε όλο τον γαλλικό στρατό και μάλιστα από μειονεκτική θέση. Ο Σουλτ ενισχύθηκε και ανέλαβε την καταδίωξή του ενώ ο Ναπολέων επέστρεψε στο Παρίσι, βέβαιος πως τα πράγματα θα εξελίσσονταν με προβλέψιμο τρόπο. Οι Βρετανοί υποχώρησαν στα βόρεια, μέσα από την ισπανική Γαλικία προς τα λιμάνια που θα τους περίμενε ο βρετανικός στόλος για να τους εκκενώσει. Η ιστορία επαναλαμβανόταν αλλά με άλλους πρωταγωνιστές.
Αποκλεισμένος, ο Μουρ έδινε μια μάχη οπισθοφυλακών για να δοθεί χρόνος στον στρατό του να σωθεί. Οι Βρετανοί έφτασαν στα παράλια στις 11 του μηνός με τους Γάλλους να ανασαίνουν βαριά στο σβέρκο τους αλλά τα πλοία της σωτηρίας δεν ήταν ακόμα εκεί. Το ηικό του στρατού κατέρρευσε αλλά η δράση των ελαφρών συνταγμάτων (95ο τυφεκιοφόρων, 43o και 52ο ελαφρού πεζικού, 1ο και 2ο Ελαφρά Τάγματα γερμανικά τάγματα του Βασιλέως) κράτησαν την ψυχραιμία τους. Στη μάχη που ακολούθησε οι Βρετανοί μπόρεσαν να αποκρούσουν την γαλλική επίθεση κατορθώνοντας να κερδίσουν αρκετό χρόνο για να ολοκληρώσουν την επιβίβασή τους. Με κόστος 1,200 νεκρούς και αιχμαλώτους οι Βρετανοί κατόρθωσαν να διαφύγουν με τα πλοία τους για τη σωτηρία. Δεν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο όμως και τον ίδιο τον Μουρ που τραυματίστηκε θανάσιμα από γαλλικά πυρά εξαιτίας της συνήθειάς του να διοικεί από την πρώτη γραμμή.