Οι πρόκριτοι της Μάνης υπό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη υψώνουν το λάβαρο της επανάστασης στην Τσίμοβα (Αρεόπολη) Λακωνίας.
Εστία πολλών επαναστάσεων από παλιά, η Μάνη, μέρος δυσπρόσιτο και βραχώδες, ελεγχόταν από τοπικές ισχυρές οικογένειες, που διατηρούσαν οργανωμένους μικρούς στρατούς. Οι παρακινήσεις της Φιλικής Εταιρείας είχαν προετοιμάσει το επαναστατικό πνεύμα και η είδηση της εξέγερσης στις ηγεμονίες της Βλαχίας και Μολδαβίας έκαναν πολλούς ενθουσιώδεις Μανιάτες να κινούνται απροκάλυπτα σε πολεμικές προετοιμασίες με κίνδυνο να τραβήξουν την προσοχή των τουρκικών αρχών.
Μπροστά στον κίνδυνο της πρόωρης εκδήλωσης εχθροπραξιών ή -χειρότερα- της πρόκλησης μιας κατασταλτικής ενέργειας από τις δυνάμεις των Τούρκων, ο μπέης της Μάνης, Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης συγκέντρωσε στα τέλη Μαρτίου τους οπλαρχηγούς της περιοχής στην πρωτεύουσα της αυτόνομης ουσιαστικά επαρχίας του και κληρυξε την έναρξη της επανάστασης.
Παρά τα όσα αφηγούνται κατοπινοί ιστοριογράφοι, καμία μεγαλοπρεπής ή κατανυκτική τελετή δεν έλαβε χώρα. Λέγεται ότι το λάβαρο που υψώθηκε έγινε εκ των ενόντων με ένα λευκό σεντόνι στο οποίο ράφτηκε ένας σταυρός καθώς και οι φράσεις «Νίκη ή Θάνατος» και «ή ταν ή επί τας». Η κίνηση των Μανιατών ήταν ο καταλύτης της διάδοσης των νέων στο Μωριά και γρήγορα οι εστίες αντίστασης σε όλη την περιοχή άναψαν. Πρώτος στόχος θα ήταν η πόλη της Καλαμάτας.