[Αμερικανικός Εμφύλιος] – Ο στρατός του στρατηγού Σέρμαν ολοκληρώνει την «πορεία του προς τη θάλασσα» φτάνοντας στα προάστια της Σαββάνα. Εκεί ο Σέρμαν θα ανακαλύψει ότι οι Νότιοι είχαν εγκαταστήσει 10,000 άνδρες σε καλά προετοιμασμένες οχυρές θέσεις ενώ είχαν πλημμυρίσει τους ορυζώνες και τα λιβάδια αφήνοντας μόνο λίγες στενές προσβάσεις προς το οχυρό ΜακΆλιστερ που προστάτευε την πόλη και έφραζε το δρόμο προς το αμερικανικό ναυτικό που αποτελούσε την οδό διαφυγής του.
Η εκστρατεία του στρατηγού Γουίλιαμ Τεκούμσεχ Σέρμαν είχε ξεκινήσει στις 15 Νοεμβρίου από την Ατλάντα ως μια τεράστια επιδρομή στα μετόπισθεν του στρατού του επαναστατημένου Νότου από τους 60,000 περίπου άνδρες του στρατού της Ομοσπονδίας (Βορράς). Η εκστρατεία δεν συγκέντρωσε την έγκριση όλων των προϊσταμένων κλιμακίων, που θεωρούσαν πως το μέγεθος του στρατού και ο αντικειμενικός σκοπός της επιδρομής ήταν απλά μη επιτεύξιμοι. Ο κλασσικός τρόπος σκέψης των επιτελών έλεγε πως μια στρατιά 60 χιλιάδων ανδρών χρειαζόταν μεγάλες και ασφαλείς γραμμές επικοινωνίας με τα μετόπισθεν, έναν μεγάλο αμαξών ανεφοδιασμού και ενισχύσεις για να αναπληρώσει τις απώλειες που θα δεχόταν από τις διαρκείς μάχες με τον εχθρό και την ανάγκη εγκατάστασης φρουρών.
Ο Σέρμαν είχε αντίθετη άποψη θεωρώντας την επιχείρηση από την ευρύτερη στρατηγική και οικονομική σημασία της. Απέρριπτε την ανάγκη μεταφοράς εφοδίων με βραδυκίνητες άμαξες προκρίνοντας την τακτική να ζει ο στρατός από τα εφόδια της χώρας που θα επιχειρούσε. Η γη της Τζιώρτζια ήταν πλούσια και σε αυτήν “ο στρατός μου δεν θα πεινάσει”, έλεγε ο ίδιος. Χωρίς το “βάρος” του ανεφοδιασμού, ο στρατός του θα κινείτο γρήγορα στο εχθρικό έδαφος ξεπερνώντας σε ταχύτητα τα εχθρικά τμήματα που θα κινούνταν να τον αναχαιτίσουν ενώ θα κατέστρεφε συστηματικά τόσο τα εφόδια του αντιπάλου όσο και τα μέσα παραγωγής του, εργοστάσια, αποθήκες, σταθμούς σιδηροδρόμων, βαγόνια, ακόμα και τις σιδηροτροχιές.
Η εκστρατεία ήταν εμπνευσμένη από την περιορισμένη εμπειρία που είχε ο Σέρμαν σε εκστρατείες καταστολής της ινδιανικής δραστηριότητας και την επιτυχία που είχε η επιδρομή του στρατηγού Γιουλίσες Γκραντ στον Μισσισσιππή κατά του Βίκσμπουργκ, που ο Σέρμαν επανέλαβε στην Ατλάντα την Άνοιξη και Καλοκαίρι του 1864. Η εκστρατεία στα μετόπισθεν του Νότου κόστισε στις επαναστατημένες Πολιτείες περισσότερο από τις περισσότερες συμβατικές επιχειρήσεις του Βορρά εναντίον τους καθώς αποφεύγοντας τη φθορά των μαχών, οι Βόρειοι στόχευαν ακριβώς στο αδύναμο σημείο των αντιπάλων τους: τις έτσι και αλλιώς περιορισμένες προμήθειες που ήταν απαραίτητες για την διατροφή και ένδυση του στρατού του Νότου και των πολιτών τους.
Στο τέλος της διαδρομής έστεκε η πόλη της Σαβάννα, που οι ΝΒότιοι μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες για να ανακόψουν τους αντιπάλους τους, οργάνωσαν αμυντικά φράζοντάς τους το δρόμο. Χωρίς ανεφοδιασμό, ευρισκόμενοι βαθιά στην εχθρική ενδοχώρα, οι άνδρες του Σέρμαν ήρθαν αντιμέτωποι με το φάσμα της συντριβής, αν δεν διασπούσαν τον κλοιό για να ενωθούν με τον στόλο στα παράλια που θα τους εκκένωνε. Τρείς μέρες μετά, ο Σέρμαν θα επιτεθεί στο οχυρό ΜακΆλιστερ για να μην καταρρεύσει χωρίς εφοδιασμό ολόκληρος ο στρατός του. Η μάχη θα λάβει χώρα στις 13 Δεκεμβρίου και θα κρατήσει όχι παραπάνω από 15 λεπτά. Ο Σέρμαν θα παραδώσει την πόλη της Σαβάννα συμβολικά στον πρόεδρο Λίνκολν και θα μεταφέρει δια θαλάσσης τα λάφυρα του πολέμου, 150 βαρέα πυροβόλα, πυρομαχικά, 25,000 μπάλες βάμβάκι. Αφού ξεκούρασε τον στρατό του για ένα μήνα, ελίχθηκε για να συναντηθεί με τη δύναμη του Γκραντ επαναλαμβάνοντας την πορεία μέσα από τις πολιτείες της Νότιας και Βόρειας Καρολίνας.