Υπογράφεται στην Κωνσταντινούπολη συνθήκη ειρήνης μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας που τερματίζει τον «ατυχή» πόλεμο του 1897, που κράτησε μόλις 30 ημέρες. Τοποθετημένος στο πλαίσιο της “Μεγάλης Ιδέας”, δηλαδή της αντίληψης πως υπέρτατος εθνικός στόχος ήταν να ενσωματωθούν στο ελληνικό κράτος όλοι οι ελληνικοί πληθυσμοί που βρίσκονταν εκτός των συνόρων, ο πόλεμος με την Οθωμανική Τουρκία εκκίνησε με αφορμή την χρόνια ένταση γύρω από το Κρητικό Ζήτημα.
Διαρκείς επαναστάσεις στην Κρήτη αποτελούσαν επαναλήψεις του ίδιου σεναρίου: οι Κρητικοί επαναστατούσαν, οι Οθωμανοί αντιδρούσαν με αποστολή ισχυρού στρατού, οι επαναστάτες συντρίβονταν αφού ούτε σχέδιο ούτε εφόδια διέθεταν και ακολουθούσαν σφαγές και καταφυγή Κρητικών προσφύγων στην ελεύθερη Ελλάδα. Οι πρόσφυγες με τη σειρά τους ανακινούσαν το λαϊκό αίσθημα, το οποίο αναμοχλευόταν από αριβίστες της πολιτικής και της δημοσιογραφίας. Που είτε εξανάγκαζε την κυβέρνηση σε παραίτηση με την κατηγορία της εθνικής απάθειας και μειοδοσίας, είτε προκαλούσε πολεμικές ιαχές και δράσεις παραστρατιωτικών σωμάτων.

Το 1895, η κατάσταση στην Κρήτη είχε εκτραχυνθεί αφού οι συμφωνίες με την Οθωμανική κυβέρνηση για ισότιμη μεταχείριση των Χριστιανών και Μουσουλμάνων υπηκόων (Σύμβαση της Χαλέπας, 1878) παραβιάζονταν συστηματικά ενώ συγκρούσεις και κλίμα τρομοκρατίας επικρατούσε στο νησί. Ο κρητικός λαός επαναστάτησε για άλλη μια φορά και η κατάσταση στο νησί προκάλεσε πιέσεις και πάλι στην Ελλάδα, που η νέα κυβέρνηση Δηλιγιάννη παρασύρθηκε για να ικανοποιήσει, προετοιμάζοντας πομποδώς ένα μικρό εκστρατευτικό σώμα 1.200 ανδρών υπό τον συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσο για να αποβιβαστεί στο νησί και να κηρύξει την Ένωσή του με την Ελλάδα. Ενώ, όμως, το σώμα ετοιμαζόταν να ξεκινήσει, ναυτικές μοίρες των Μεγάλων Δυνάμεων σε συνενόηση με την Πύλη απέκλεισαν το νησί και αποβίβασαν αγήματα στις μεγάλες πόλεις.
Η συνέχεια στο Military History