[Πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος] – Ο ελληνικός στρατός απελευθερώνει τη Φλώρινα. Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και τις εκεί εορταστικές εκδηλώσεις, οι εξελίξεις στα πολεμικά μέτωπα στη Θράκη και στη Μακεδονία επέβαλαν στην κουρασμένη Στρατιά Θεσσαλίας να ενεργοποιηθεί ξανά. Οι Σέρβοι είχαν ξεκινήσει την κάθοδό τους προς το νότο ενώ οι Βούλγαροι ενίσχυαν την παρουσία τους στην κοιλάδα του Αξιού και πίεζαν ήδη προς την Κωνσταντινούπολη.
Μπροστά σε αυτές τις εξελίξεις, το επιτελείου του αρχιστρατήγου, διαδόχου Κωνσταντίνου, συμβούλευσε την ενίσχυση των θέσεων στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, την συνέχιση της προέλασης προς Βορρά και την εκμετάλλευση του κενού εξουσίας στα θρακικά παράλια και στα νησιά, όπου οι τουρκικές δυνάμεις αποσύρονταν και οι βουλγαρικές δεν είχαν καλύψει ακόμη. Η Στρατιά χωρίστηκε σερ τρία τμήματα:
– Το Τμήμα Στρατιάς Κοζάνης (V Μεραρχία Πεζικού, απόσπασμα Ευζώνων Γεννάδη, διλοχία του 20ού Συντάγματος Πεζικού και ΙΙΙ τάγμα/24ου Συντάγματος Πεζοναυτών) θα παρέμενε στην περιοχή της Κοζάνης.
– Η Ομάδα Κέντρου, ο όγκος της Στρατιάς (I, III, IV, VI MΠ και το επιτελείο της Ταξιαρχίας Ιππικού με μόνον το 1ο Σύνταγμα Ιππικού) θα συνέχιζε την προέλαση προς την περιοχή του Μοναστηρίου, όπως ήταν το αρχικό σχέδιο του διαδόχου από τον Οκτώβριο. Το σχέδιο προέβλεπε συγκέντρωση στην περιοχή της Έδεσσας και κατόπιν απελευθέρωση της πόλης της ΦΛώρινας, σημεντικού κέντρου επικοινωνιών πριν συνεχίσει προς Μοναστήρι.
– Η Δεξιά Ομάδα (ΙΙ, VI ΜΠ, απόσπασμα Ευζώνων Κωνσταντινόπουλου και σύνταγμα Ιππικού) θα παρέμενε στη Θεσσαλονίκη και θα αναλάμβανε την οργάνωση και προστασία των περιχώρων της.
Ο ελληνικός στρατός (Τμήμα Στρατιάς Κοζάνης και Ομάδα Κέντρου κινήθηκαν προς Βορρά στις 12 Νοεμβρίου (30 Οκτωβρίου με το Παλιό Ημερολόγιο) και μέχρι τις 19 είχαν φτάσει στο Αμυνταίο και την Άρνισσα. Στο μεταξύ, ο σερβικός στρατός κατόρθωσε να καταλάβει το Μοναστήρι προκαλώντας υποχώρηση της τουρκικής φρουράς που με πλήθος φυγάδων διέρρεε προς το Νότο. Μαζί τους κινήθηκαν και πολλοί Αλβανοί άτακτοι που οπλισμένοι προκαλούσαν πράξεις τρομοκρατίας του τουρκικού και ελληνικού πληθυσμού στις περιοχές της Φλώρινας και στα γύρω χωριά. Η κατάσταση αυτή έκανε τους Τούρκους, που είχαν την πλειοψηφία στην πόλη να έρθουν σε επαφή με τους Έλληνες προκρίτους και τον Μητροπολίτη προτρέποντάς τους να μεσολαβήσουν για να παραδοθεί η πόλη στον ελληνικό στρατό για προστασία και αποκατάσταση της τάξης. Οι Έλληνες της πόλης, αν και δύσπιστοι αρχικά, έστειλαν μήνυμα στον ελληνικό στρατό καλώντας τον να απελευθερώσει την Φλώρινα.
Το μήνυμα παραδόθηκε στον στρατηγό Γεννάδη στο Αμυνταίο:
«Κύριε Διοικητά των Ελληνικών στρατευμάτων, σας γνωστοποιώ ότι οι φίλοι και σύμμαχοι Σέρβοι κατέλαβαν το Μοναστήρι και προχωρούν προς την Φλώριναν. Οι Τούρκοι της Φλωρίνης παρακαλούν να σπεύση ο Ελληνικός στρατός να καταλάβη την πόλιν μετά των συμμάχων Σέρβων και δεν θα φέρουν ουδεμίαν αντίστασιν, ούτε τον υποχωρούντα Τουρκικόν στρατόν θα αφήσουν να αντισταθή».
Ο ελληνικός στρατός λαμβάνοντας γνώση των παραπάνω κινήθηκε για άλλη μια φορά και στις 7/19 Νοεμβρίου εισήλθε στην πόλη της Φλώρινας επιλαρχία του 1ου Συντάγματος Ιππικού, που αφού προσπέρασε την VΙ MΠ, κατέλβε τους σιδηροδρομικούς σταθμούς Βεύης και Φλώρινας με σημαντικό αριθμό λαφύρων, 12 ατμομηχανών και 300 βαγονιών καθώς και εκατοντάδες Τούρκους αιχμαλώτους, που συμπτύσσονταν από το Μοναστήρι ανοίγοντας το δρόμο για το κύριο σώμα του στρατού. Την επομένη, ο διάδοχος Κωνσταντίνος εισήλθε με τη συνοδεία του πεζικού εν μέσω ενθουσιώδους υποδοχής Τούρκων και Ελλήνων.
Λίγο αργότερα, έφτασε στην πόλη και ίλη σερβικού ιππικού που ζήτησε να διανυκτερεύσει στην Φλώρινα. Οι ελληνικές στρατιωτικές αρχές έδωσαν την άδεια αλλά την επομένη οι Σέρβοι αξιωματικοί ήγειραν αξιώσεις ανάλογες των Βουλγάρων στη Θεσσαλονίκη. Το σκηνικό έδειχνε έτοιμο να επαναληφθεί αλλά διευθετήθηκε αναίμακτα αυτή τη φορά. Οι Σέρβοι είχαν τον νου τους πάντα στην αυστρουγγρική στρατιωτική επέμβαση στα νώτα τους και η απομάκρυνση και φθορά του στρατού τους είχε αρχίσει να γίνεται αισθητή. Με αλληλογραφία μεταξύ Κωνσταντίνου και πρίγκηπα Αλεξάνδρου Καραγεώργιβιτς, διοικητή της 1ης σερβικής Στρατιάς, οι Σέρβοι απέσυραν τις δυνάμεις τους από την περιοχή αναγνωρίζοντας την ελληνική κυριαρχία. Ο ελληνικός στρατός συνέχισε τις επιχειρήσεις του στην περιοχή της δυτικής Μακεδονίας απωθώντας τα τουρκικά τμήματα πέρα από το υψίπεδο της Κορυτσάς.
Την ίδια μέρα, αγήματα του στόλου αποβιβάζονται στο λιμάνι της Μυτιλήνης και καταλαμβάνουν το νησί της Λέσβου. H απελευθέρωση των νησιών του Αιγαίου εντασσόταν στο στρατηγικό σχέδιο του ναυάρχου Κουντουριώτη που όμως δεν είχε επαρκείς δυνάμεις για να υποστηρίξει ταυτόχρονα την εκδίωξη των τουρκικών φρουρών από τα νησιά και να επιτηρήσει το στόμιο των Δαρδανελίων για την έξοδο του οθωμανικού στόλου. Ένα μήνα μετά την απελευθέρωση της Λήμνου, ο Κουντουριώτης εκμεταλλεύεται την αναταραχή στη Λέσβο μεταξύ των τουρκικών αρχών και πληθυσμού και στέλνει ισχυρή μοίρα του στόλου με επικεφαλής το ίδιο το Κ/Δ ‘Αβέρωφ’ και δύο επίτακτα οπλιταγωγά έμφορτα στρατού και πεζοναυτών που στις 7/19 Νοεμβρίου θα αγκυροβολήσουν έξω από το λιμάνι της Μυτιλήνης και θα απαιτήσουν την παράδοση της φρουράς.
Οι οθωμανικές αρχές αρνήθηκαν να παραδοθούν και αποσύρθηκαν στο χωριό Κλαπάδος που οργανώθηκαν αμυντικά σε οχυρώσεις που είχαν προετοιμάσει από χρόνου λόγω του ιταλο-τουρκικού πολέμου. Από εκεί επιτηρούσαν το Βορειο-Ανατολικό τμήμα του νησιού εκτοξεύοντας καταδρομές κυρίως με ατάκτους κατά των χωριών. Την επομένη, 8/20 Νοεμβρίου τμήματα στρατού και πεζοναυτών (ναύτες των εφεδρειών που εξοπλίζονταν με όπλα και εξαρτύσεις του πεζικού) αποβιβάστηκαν στο λιμάνι και κήρυξαν την απελευθέρωση του νησιού. Καθώς οι ελληνικές δυνάμεις δεν ανέρχονταν αριθμητικά σε άνω των 1,600 ανδρών, δεν ήρθαν σε άμεση σύγκρουση με τις οχυρωμένες δυνάμεις των Τούρκων. Η στιγμή θα ερχόταν ένα μήνα περίπου αργότερα όταν με νέες ενισχύσεις και την υποστήριξη του πυροβολικού του στόλου το τουρκικό προγεφύρωμα θα σπάσει με τη βοήθεια και κατοίκων του νησιού που οπλίστηκαν και οργανώθηκαν από το ναυτικό για την προστασία της υπαίθρου και την βοήθεια των δυνάμεων ξηράς.