[Πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος] – Η Θεσσαλονίκη παραδίδεται επίσημα στον ελληνικό στρατό.
Μετά τη μάχη των Γιαννιτσών, ο δρόμος για την Θεσσαλονίκη ήταν ανοιχτός. Παρόλα αυτά υπήρχε ακόμα ένα τουρκικό Σώμα Στρατού υπό τις διαταγές του φρουράρχου Χασάν Ταχσίν πασά, που αν και δεν συγκρινόταν σε ισχύ και ηθικό με την Στρατιά Θεσσαλίας (7 ΜΠ και μία ταξιαρχία ιππικού) μπορούσε να προκαλέσει προβλήματα και κυρίως καθυστερήσεις ενώ ο Βουλγαρικός στρατός πλησίαζε ταχύτατα προς την πόλη από τα ανατολικά.
Εδώ, τοποθετείται το περήφημο σπέρμα της διαφωνίας Βενιζέλου και Κωνσταντίνου. Βλέποντας τις προοπτικές προέλασης προς Βορρά, ο διάδοχος που είχε την αρχιστρατηγεία, συνέχιζε μετά τα Γιαννιτσά να κινείται προς απελευθέρωση του Μοναστηρίου, όταν ο πρωθυπουργός πληροφορούμενος την επέλαση των Βουλγάρων στην ανατολική Μακεδονία τηλεγράφησε επειγόντως στον διάδοχο να εκτρέψει την πορεία του κατευθυνόμενος και εισερχόμενος πρώτος στην Θεσσαλονίκη. Ο Βενιζέλος βλέποντας την πολιτική διάσταση του ζητήματος θεωρούσε την Θεσσαλονίκη το απόλυτο έπαθλο του πολέμου. Ο Κωνσταντίνος από την άλλη έβλεπε τα πράγματα από την στρατιωτική τους πλευρά και η παρέμβαση του Βενιζέλου, ενός Έλληνα της διασποράς (η Κρήτη δεν ήταν μέρος του ελληνικού κράτους ακόμα), στοιχείου επαναστατικού και πρωθυπουργού κατ’απονομήν μόλις 2 ετών, είδε το τηλεγράφημα ως ευθεία παρέμβαση στη στρατηγική του διοικητή του στρατού και έκφραση απύθμενης ανυπακοής και απειθαρχίας προς τον αρχιστράτηγο-διοικητή και διάδοχο του θρόνου.
Η αντιπάθεια δεν συνεχίστηκε αλλά δεν έπαψε να υπάρχει. Η στρατιά Θεσσαλίας ελίχθηκε κατά 90 μοίρες και στις 25 Οκτωβρίου/7 Νοεμβρίου έφτασε έξω από την Θεσσαλονίκη. Ο Ταχσίν πασάς δεν είχε επιλογή. Προσπάθησε να διαπραγματευτεί την παραμονή των στρατιωτών του οπλισμένων και με τα λάβαρά τους περιοριζομένων στο φρούριο του Καραμπουρνού με αντάλλαγμα την πόλη αλλά ο Κωνσταντίνος αρνήθηκε. Απαίτησε την παράδοση του στρατού των 25,000 στρατιωτών και 1,000 αξιωματικών και υποσχέθηκε την ασφαλή μεταφορά του ίδιου του πασά στη Μικρά Ασία. Ο Ταχσίν πασάς δέχτηκε.
Έτσι, το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου/8 Νοεμβρίου οι επιτελείς του Κωνσταντίνου, Βίκτωρ Δούσμανης και Ιωάννης Μεταξάς, μεταβαίνουν στο αρχηγείο του και υπογράφουν το πρωτόκολλο παράδοσης της πόλης. Εκτός των αιχμαλώτων περιέρχονται στην κατοχή του ελληνικού στρατού 70 πυροβόλα, 30 πολυβόλα και 70,000 τυφέκια με τα πυρομαχικά τους. Το επόμενο πρωί εισέρχονται στην πόλη δύο τάγματα Ευζώνων που υψώνουν την ελληνική σημαία στο Διοικητήριο. Στις 28 Οκτωβρίου/10 Νοεμβρίου εισέρχεται στην πόλη και ο υπόλοιπος στρατός κι ο ίδιος ο Κωνσταντίνος που χοροστατεί στην πανηγυρική δοξολογία στον Άγιο Δημήτριο.
Την ίδια μέρα φτάνουν και οι Βούλγαροι που ζητούν άδεια εισόδου στην πόλη και στρατωνισμού τους εκεί. Ο Κωνσταντίνος την αρνείται αλλά τελικά μετά από πιέσεις δίνεται άδεια για τυπικούς λόγους σε δύο βουλγαρικά τάγματα που διοικούν οι πρίγκηπες Βόρις και Κυρίλ. Αθετώντας τον λόγο τους θα εισέλθουν με ένα ολόκληρο σύνταγμα. Η σύγκρουση είναι μήνες μόνο μακρυά. Στις 29 Οκτωβρίου/11 Νοεμβρίου καταφτάνει στη Θεσσαλονίκη ο βασιλιάς Γεώργιος που υπό βροχή παρελαύνει μαζί με τον γιό του και όλο τον στρατό.