Το «τηλεγράφημα Τσίμερμαν» παραδίδεται από τους Βρετανούς στον Αμερικανό πρέσβη στο Λονδίνο. Το συγκεκριμένο είχε σταλεί από τον Γερμανό υπουργό Εξωτερικών, Άρθουρ Τσίμερμαν, στην κυβέρνηση του Μεξικό με υποσχέσεις για εδαφικά ανταλλάγματα, αν κήρυττε τον πόλεμο στις ΗΠΑ. Συγκεκριμένα, με την απελευθέρωση των κανόνων εμπλοκής των γερμανικών υποβρυχίων στις αρχές Φεβρουαρίου, η βύθιση αμερικανικών πλοίων και η συνεπακόλουθη είσοδος των ΗΠΑ στον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο κατά των κεντρικών αυτοκρατοριών θεωρείτο δεδομένη. Έτσι η Γερμανία θα αναγνώριζε την εκχώρηση στο Μεξικό των αμερικανικών πολιτειών Νέου Μεξικού, Αριζόνα και Τέξας αν αυτό επιτίθετο στις ΗΠΑ ώστε να μην μπορούν αυτές να συμβάλλουν στο ευρωπαϊκό θέατρο επιχειρήσεων.
Το τηλεγράφημα στάλθηκε στον Γερμανό πρέσβη στο Μεξικό αλλά υπεκλάπη από τις βρετανικές υπηρεσίες, αποκρυπτογραφήθηκε και το περιεχόμενό του δημοσιοποιήθηκε ξεσηκώνοντας σάλο στην κοινή γνώμη στις ΗΠΑ. Στις 3 Μαρτίου, ο Τσίμερμαν παραδέχτηκε την αυθεντικότητα του.
Η γερμανική αυτή γεωπολιτική κίνηση εντάσσεται στην προσπάθεια να αναχαιτιστεί η ροή εφοδίων από τις ΗΠΑ προς τη Βρετανία και τη Γαλλία και να δημιουργηθεί κλίμα ανασφάλειας, που θα κρατούσε τον αμερικανικό στρατό στο εσωτερικό της χώρας, κάνοντας την κυβέρνηση των ΗΠΑ λιγότερο πρόθυμη στο να αναλάβει πολεμικές εκστρατείες στην Ευρώπη. Ακόμα κι αν ο πόλεμος Μεξικό-ΗΠΑ κρατούσε για μικρό χρονικό διάστημα, ο λίγος χρόνος ίσως αποδεικνυόταν σημαντικός για να γείρουν επιτέλους οι ισορροπίες στο Δυτικό Μέτωπο προσφέροντας ευνοϊκό τέλος για τη Γερμανία.
Αν, όμως, η Γερμανία δεν θεωρούσε πιθανή μια μεξικανική επιτυχία στην “περιπέτεια” που την καλούσαν να αναλάβει κατά του ισχυρού της γείτονα, στο ίδιο το Μεξικό ήταν σίγουροι. Ο πρεσβευτής της Γερμανίας παρέδωσε όντως το μήνυμα στην κυβέρνηση του Μεξικό και αυτή με τη σειρά της ζήτησε τη γνώμη των στρατηγών της για να αξιολογήσουν την πιθανότητα επιτυχίας του σχεδίου. Οι στρατηγοί απάντησαν κατηγορηματικά όχι! Το Μεξικό περνούσε περίοδο εμφυλίου πολέμου, οι στρατιωτικές του δυνάμεις είχαν αποδυναμωθεί και ήταν εμπλεγμένες σε τοπικές συγκρούσεις σε όλη επικράτεια. Οπότε το να εξαπολύσουν επίθεση και εισβολή στις ΗΠΑ ήταν απλά φαντασίωση.
Επιπλέον, ο αμερικανικός στρατός -έστω και στην κατάσταση που βρισκόταν το 1917 (χωρίς άρματα μάχης, με λιγοστά αεροπλάνα και ελάχιστο, ελαφρύ πυροβολικό) ήταν καλύτερος και ικανότερος του μεξικανικού και γρήγορα θα περνούσε στην αντεπίθεση σε μια επανάληψη του πολέμου του 1846-48. Ακόμη, σε διπλωματικό επίπεδο, σημειωνόταν, πως οι γερμανικές υποσχέσεις ήταν εξαιρετικά ασαφείς και αίολες.
Στις 24 Φεβρουαρίου του 1917, ο πρόεδρος Γούντρωου Γουίλσον έλαβε γνώση του τηλεγραφήματος και στις αρχές Μαρτίου το δημοσιοποίησε. Η κίνηση ήταν καθοριστική για να γείρει τις ισορροπίες στη κοινή γνώμη του λαού για πιθανή πολεμική εμπλοκή στην Ευρώπη, κάτι που πολλοί Αμερικανοί Ιρλανδικής και Γερμανικής καταγωγής δεν ήθελαν. Τον Απρίλιο το Κονγκρέσσο ψήφισε υπέρ της εισόδου των ΗΠΑ στον πόλεμο. Η υπόθεση θεωρείται η μεγαλύτερη κατασκοπευτική επιτυχία των Βρετανικών υπηρεσιών στη διάρκεια του πολέμου και μια από τις πρώτες υποκλοπές SIGINT.