Το γερμανικό κοινοβούλιο (Reichstag) τυλίγεται στις φλόγες και η φωτιά καίει ανεξέλεγκτη μέχρι το πρωί κατακαίοντας το κτίριο.
Στον τόπο συλλαμβάνεται ένας νεαρός Ολλανδός, ο άνεργος οικοδόμος Μαρίνους Βαν ντερ Λούμπε, ο οποιός ομολογεί τον εμπρησμό. Το γεγονός ότι ο Βαν ντερ Λούμπε είναι μέλος του κομμουνιστικού κόμματος κάνει τον Χίτλερ, που έχει ορκιστεί καγκελάριος λίγες εβδομάδες πριν, να πείσει τον πρόεδρο Χίντενμπουργκ για οργανωμένο σχέδιο των κομμουνιστών και να αναλάβει έκτακτες εξουσίες συλλαμβάνοντας χιλιάδες άτομα στη Γερμανία, συμπεριλαμβανομένων των Κομμουνιστών μελών του κοινοβουλίου.
Με τον τρόπο αυτό το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα θα εξασφαλίσει την πλειοψηφία στο κοινοβουλευτικό σώμα έναντι των ισχυροτέρων Κομμουνιστικού και Δημοκρατικού κομμάτων και θα μεθοδεύσει τις ενέργειές του στο εξής. Ο εμπρησμός του Ράιχασταγκ (Reichstagbrand) θα έχει ως επακόλουθο την Νομοθεσία της πυρπόλησης του Ράιχασταγκ (Reichstagsbrandverordnung) που θα αναστείλει καίρια μέρη του Συντάγματος (προσωπική ελευθερία, ελευθερία της έκφρασης, ελευθερία του Τύπου, ελευθερία της συνάθροισης, την ιδιωτικότητα των τηλεφωνικών, τηλεγραφικών και ταχυδρομικών επικοινωνιών) ενώ θα επιβάλει σύντομα ένα αστυνομικό κράτος στη Γερμανία υπέρ φυσικά του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος. Αντί να προκαλέσει την παγγερμανική επανάσταση, η φωτιά που ξεκίνησε ο ντερ Λούμπε θα ενισχύσει και παγιώσει την εξουσία των Ναζιστών.