Σε μια προσπάθεια να αποτρέψουν το ενδεχόμενο ανοίγματος ενός Μακεδονικού μετώπου, όπως στον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο και να σφραγίσουν τη Βαλκανική ενόψει της εισβολής στην ΕΣΣΔ, οι Γερμανοί επιτίθενται ταυτόχρονα στη Γιουγκοσλαβία και στην Ελλάδα, τις μόνες χώρες νότια του Δούναβη, που δεν είναι ενταγμένες στο «Σύμφωνο του Χάλυβος».
Οι επιχειρήσεις Αρ. 25 και «Μαρίτα» (Βουλγαρικό όνομα του ποταμού Έβρου) αντίστοιχα θα έχουν διαφορετική εξέλιξη. Ελλιπώς προετοιμασμένη και αντιμέτωπη με 337.000 από τους καλύτερα εκπαιδευμένους και εξοπλισμένους στρατιώτες στην Ευρώπη, η Γιουγκοσλαβία θα δεχθεί επίθεση από τέσσερις κατευθύνσεις, θα καταρρεύσει μέσα σε τρείς μέρες και θα συνθηκολογήσει σε δέκα. Η επίθεση στην Ελλάδα, που το μεγαλύτερο μέρος του στρατού της είναι στην Αλβανία, θα σταματήσει για 4 μέρες στα οχυρά της γραμμής Μεταξά, στη Θράκη και Ανατολική Μακεδονία μέχρι που θα την υπερκεράσει από το Βουλγαρικό έδαφος και μέσω της κοιλάδας του Αξιού.
Οι πιθανότητες επιτυχίας της Ελλάδας στον πόλεμο ήταν ούτως ή άλλως περιορισμένες. Κανείς, φυσικά, δεν ανέμενε κάτι αντίστοιχο με την επιτυχημένη απόκρουση της ιταλικής εισβολής τον Οκτώβριο-Νοέμβριο του 1940 και πολύ περισσότερο την εξαιρετική αντοχή που έδειξαν οι Έλληνες στρατιώτες στα βουνά της Αλβανίας καθόλο το χειμώνα και κατά την ιταλική Εαρινή Επίθεση του Μαρτίου. Η Ελλάδα ήταν μια χώρα μικρή, από κάθε άποψη, συγκρινόμενη με την Ιταλία, τόσο αριθμητικά όσο και ως οικονομικό μέγεθος, σε όρους βιομηχανικής παραγωγής ή πληρότητας ενόπλων δυνάμεων.
Έτσι, δεν μπορούσε να αντέξει για μεγάλο διάστημα την κατάσταση επιστρατεύσεως, να τροφοδοτεί ένα στράτευμα του μεγέθους του 1941 (χωρίς πολεμική βιομηχανία για να παράγει τουλάχιστον τα βασικά) και να διατηρεί τόσο μεγάλο μέρος του παραγωγικού πληθυσμού της μακρυά από τις εργασίες του χωρίς κίνδυνο κατάρρευσης της οικονομίας. Το ηθικό όμως του στρατού και του λαού παρέμενε ακόμα υψηλό. Ίσως ως αντίδραση στον φόβο και στην απελπισία, η Ελλάδα δέχτηκε τα νέα της γερμανικής επίθεσης με ένα ακόμα “ΟΧΙ”.
Ωστόσο, τον Απρίλιο του 1941, οι αντοχές της ήταν πια σε οριακό επίπεδο. Ο στρατός είχε ταλαιπωρηθεί, μετά από 5 δύσκολους μήνες με ελλιπή ανεφοδιασμό και τα πολεμικά αποθέματα διατηρούνταν μόνο μέσω ροής από τη βρετανική Μέση Ανατολή (με το σταγονόμετρο κι εκεί αφού και η Βρετανία είχε πολλά και κρίσιμα μέτωπα ανοιχτά).
Με τους Ιταλούς να έχουν επιτεθεί ήδη δύο φορές και να έχουν αποτύχει και τους Έλληνες να βρίσκονται στα όρια της αντοχής τους, η Ελληνική κυβέρνηση μπορούσε να ελπίζει σε μια έντιμη ανακωχή. Με τον ελληνικό στρατό να έχει προελάσει βαθιά στην Αλβανία και να μην έχει το άγχος παράδοσης εθνικού εδάφους, μια επιστροφή στην κατάσταση προ του πολέμου με αμοιβαίες συμφωνίες και εγγυήσεις ήταν ένας δύσκολος αλλά δυνατός συμβιβασμός. Μια τέτοια λύση θα βόλευε και τον Χίτλερ, που δεν θα χρειαζόταν να ασχοληθεί άλλο με το Βαλκανικό μέτωπο, οπότε θα ήταν ελεύθερος να εξαπολύσει την επίθεσή του κατά της ΕΣΣΔ χωρίς να αναδιατάξει ή να φθείρει τις δυνάμεις του.
Η κατάσταση, όμως απαιτούσε πιο σίγουρες λύσεις και τα προηγούμενα χρόνια είχαν πείσει τον Χίτλερ να μην εμπιστεύεται τους Βρετανούς ή τους Ιταλούς. Μετά τον πόλεμο, σειρά ιστορικών επικαλέστηκε δηλώσεις του Χίτλερ πως αναγκάστηκε να επέμβει δυναμικά για να απομακρύνει τους Βρετανούς από τα Βαλκάνια, ρίχνοντας την ευθύνη στο Λονδίνο για τα δεινά που υπέστησαν Ελλάδα και Γιουγκοσλαβία το διάστημα 1941-1944. Ο στρατάρχης Παπάγος, όμως, έγραψε επί του προκειμένου πως αυτό ήταν το λιγότερο υπεκφυγή -για να μην πούμε κατάφωρο ψεύδος. Κανείς Βρετανός στρατιώτης δεν θα πατούσε πόδι σε ελληνικό έδαφος, αν οι γερμανικές δυνάμεις δεν είχαν προωθηθεί στη Ρουμανία και στη Βουλγαρία τους προηγούμενους μήνες.

Η θέση της Γιουγκοσλαβίας είναι ένας παράγοντας που δεν έχει αναλυθεί επαρκώς. Υπέρ της ουδετερότητας έναντι του “ευρωπαϊκού” πολέμου -όπως άλλωστε και η Ελλάδα αρχικά- η Γιουγκοσλαβία έδειξε αντίρροπες τάσεις, μία προς τις δυτικές δυνάμεις και μία προς τις χώρες του Άξονα. Η στράτευση με τις δυνάμεις των Συμμάχων, ενώ όλοι της οι γείτονες είχαν ταχθεί με τον Άξονα, ήταν ηρωϊκή αλλά ήρθε πολύ αργά.
Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική και βρετανική αντίσταση ήταν αξιοθαύμαστη, ακριβώς επειδή ήταν απέλπιδη. Όπως είχε αποδειχθεί και το 1939 και 1940, η γερμανική πολεμική μηχανή απείχε παρασάγγας σε ποιότητα και απόδοση από την ιταλική και με το απόλυτο όπλο της εναέριας κυριαρχίας, το αποτέλεσμα ήταν προδιαγεγραμμένο. Όμως, η αντίσταση στα οχυρά της “Γραμμής Μεταξά” αναζωπύρωσε το πνεύμα του μετώπου και απέδειξε πως το ελληνικό φρόνημα και η μαχητικότητα στα βουνά της Αλβανίας δεν ήταν τυχαία. Για αυτό οφείλουμε να θυμόμαστε και να τιμούμε τους ανθρώπους που πολέμησαν εκεί, απέναντι σε καταθλιπτικά ισχυρότερο αντίπαλο.