[Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος] – Η ΧΧΙ Διοίκηση Βομβαρδισμού της Αμερικανικής Αεροπορίας ενεργοποιείται στις νήσους Μαριάννες θέτοντας το Τόκυο υπό τακτικό βομβαρδισμό. Πρόκειται για τον πρώτο στρατηγικό βομβαρδισμό της Ιαπωνίας και το πρώτο χτύπημα στην πρωτεύουσα Τόκυο μετά την επιδρομή του Doolittle δυόμιση χρόνια πριν.
Η αυτοκρατορική Ιαπωνία αισθανόταν ασφαλής από αμερικανικές επιθέσεις όσο προστατευόταν από την τεράστια απόσταση του Ειρηνικού και τις αλλεπάλληλες ζώνες προστατευμένων νησιών που την περιέζωναν σε συνδυασμό με την παρουσία του πανίσχυρου αυτοκρατορικού στόλου. Η κατανίκηση του τελευταίου σε μια σειρά από αποφασιστικές και σκληρές ναυμαχίες και η σταδιακή προσέγγιση των μητροπολιτικών νήσων μέσα από μια μακρά εκστρατεία από δύσκολες αλώσεις οχυρωμένων νησιών, έθεσε τις βάσεις για τον συστηματικό βομβαρδισμό των μεγάλων βιομηχανικών κέντρων και στόχων υψηλής αξίας που ο πτέραρχος Curtis Lemay πίστευε πως θα έφερνε το τέλος του πολέμου.
Ο βομβαρδισμός των ιαπωνικών νησιών έγινε για πρώτη φορά από την επιδρομή του Doolittle αλλά αυτό δεν ήταν παρά ένα χτύπημα ψυχολογικής αξίας, μια αποστολή “αυτοκτονίας” όπου ένας περιορισμένος αριθμός ελαφρών βομβαρδιστικών πέταξε σε μια αποστολή-μονόδρομο για να ρίξει λίγες βόμβες μόνο και μόνο για να “δείξει ότι μπορεί”. Οι ζημιές ήταν ελάχιστες, το ποσοστό των πληρωμάτων που προσπάθησε να διαφύγει στην Κίνα μικρό και όσοι κατάφεραν να μην αιχμαλωτιστούν ακόμα λιγότεροι. Οι βομβαρδισμοί των ιαπωνικών νησιών συνεχίστηκαν με πτήσεις από τη γειτονική Κίνα αλλά αφενός το τεράστιο ταξίδι που έπρεπε να πραγματοποιήσουν και το γεγονός ότι καύσιμα, ανταλλακτικά και βόμβες έπρεπε να μεταφερθούν μέσα από τα Ιμαλάια έκανε τα χτυπήματα εξαιρετικά δύσκολα και μη αποδοτικά.
Αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Επιχειρώντας από άριστα οργανωμένες βάσεις σε αποστάσεις “μόλις” 1,500 μιλιών με τα πιο προηγμένα στρατηγικά βομβαρδιστικά που υπήρχαν εκείνη την εποχή έκανε την αποστολή εύκολη, δυνατή για μεγάλες αφέσεις βομβών και μάλιστα υπό την κάλυψη καταδιωκτικών. Στις 24 Νοεμβρίου 1944 111 Β-29 υπό τη διοίκηση του υποστρατήγου Emmett O’Donnell εμφανίστηκαν πάνω από το Τόκυο. Στα 30,000 πόδια έκαναν άφεση του φορτίου τους και αποχώρησαν. Αν και πρωταρχικός στόχος ήταν το εργοστάσιο αεροσκαφών της Nakajima, η κακοκαιρία που επικρατούσε και οι δυνατοί άνεμοι πάνω από την πόλη διασκόρπισαν τις βόμβες ώστε μόλις 24 χτύπησν τον στόχο, με τις υπόλοιπες να “μοιράζονται” στην υπόλοιπη πόλη.
Η επίθεση εγκαινίασε μια σειρά τακτικών “επισκέψεων” των αμερικανικών βομβαρδιστικών Β-29 πάνω από το Τόκυο και όχι μόνον. Με εμβέλεια 6,000 χλμ. και οροφή 30,000 πόδια το Β-29 έκανε δυνατή την συστηματική καταστροφή των περισσότερων στόχων στο έδαφος της μητροπολιτικής Ιαπωνίας. Η επίθεση της 24ης Νοεμβρίου άφησε σημαντική παρακαταθήκη, τόσο ψυχολογική για το ηθικό του ίδιου του ιαπωνικού λαού όσο και στρατιωτική. Ο Lemay θα τροποποιήσει τις τακτικές βομβαρδισμού και το φορτίο των αεροσκαφών. Το μεγάλο ύψος βομβαρδισμού εγγυάτο ασυλία από τις αντιαεροπορικές άμυνες αλλά και μικρή πιθανότητα καταστροφής του στόχου, γεγονός που υποχρέωνε τα αεροσκάφη να επιστρέφουν ξανά και ξανά.
Ταυτόχρονα, η ψυχολογική και οικονομική πίεση από την καταστροφή κατοικημένων περιοχών επέβαλε την χρήση εμπρηστικών βομβών στοχεύοντας στις ξύλινες κατοικίες που αποτελούσαν την πλειοψηφία των ιαπωνικών πόλεων. Κάθε εμπρηστική βόμβα M-69 ζύγιζε περίπου 6 λίβρες (2.7 κιλά) και φερόταν σε μια δέσμη 38 βομβών που μόλις άφηναν το χώρο βομβών άνοιγε διασκορπίζοντάς τις. Κάθε Β-29 έφερε 37 σύνολα δηλαδή 1,400 περίπου τέτοιες βόμβες. Στα 5,000 πόδια ο πυροκροτητής όπλιζε και με την πτώση στο έδαφος πυρπολείτο. Η νεώτερη Μ-47 περιείχε 100 λίβρες ζελατίνη βενζίνης που απελευθέρωνε το εύλεκτο φορτίο της ενώ με τη βοήθεια μιας ράβδου φωσφόρου ενεργοποιείτο. Η άφεση φορτίων εμπρηστικών και εκρηκτικών βομβών στους επόμενους οκτώ μήνες προκάλεσε περισσότερες καταστροφές από τις ατομικές βόμβες.