Σε μια άγνωστη σύγκρουση του Ψυχρού πολέμου, η Κομμουνιστική Κίνα συγκρούστηκε με την Εθνικιστική (Ταϊβάν) για τον έλεγχο δυο μικρών νησιών συνολικής έκτασης 1,2 τετραγ. χιλιομέτρων. Οι νήσοι Γινγκζιάνγκσαν βρίσκονται πολύ κοντά στις ακτές της ηπειρωτικής Κίνας και η Ταϊβάν τις είχε στρατιωτικοποιήσει, εξαπολύοντας επιδρομές κατά της κινεζικής ακτής στο στενό της Ταϊβάν.
Στις 18 Ιανουαρίου 1955, ισχυρές δυνάμεις της Κίνας (περί τους 5.000 άνδρες) με την υποστήριξη ναυτικού και αεροπορίας επιτέθηκαν στις 08:00 το πρωί, με την αιφνιδιαστική προσέγγιση τριών συγκροτημάτων αμφιβίας εφόδου από 70 και πλέον αποβατικά πλοιάρια μετά από τον συνδυασμένο αεροπορικό βομβαρδισμό δύο σχηματισμών βομβαρδιστικών και 50 πυροβόλων μεγάλου βεληνεκούς από τις ηπειρωτικές ακτές. Ένας άλλος σχηματισμός βομβαρδιστικών έπλητε γειτονικό νησί για να συγχίσει το επιτελείο της Ταϊβάν για τον ακριβή στόχο.
Η αεροπορία και το ναυτικό της Ταϊβάν δεν μπόρεσαν να προσεγγίσουν λόγω της απαγόρευσης που εφάρμοζαν οι κινεζικές δυνάμεις. Μόνοι, οι υπερασπιστές των νησιών, προσπάθησαν να αμυνθούν από προετοιμασμένες θέσεις και πολυβολεία. Οι περισσότερες απώλειες των Κομμουνιστών του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΛΑΣ) προκλήθηκαν στη φάση της προσέγγισης στις ακτές. Μόλις βρέθηκαν στην ακτή, οι άνδρες του ΛΑΣ κάλεσαν πυρά υποστήριξης από τον αέρα, την γειτονική ξηρά και τα 40 πλοία συνοδείας αλλά και αποβατικά που είχαν εξοπλιστεί με εκτοξευτές ρουκετών. Πλησιάζοντας τις θέσεις των αμυνομένων κατέστρεψαν πολλά από τα ερείσματά τους με Πυροβόλα Άνευ Οπισθοδρομίσεως και φλογοβόλα. Μέχρι τις 6 το απόγευμα όλα λίγο πολύ είχαν τελειώσει. 519 άνδρες των δυνάμεων των υπερασπιστών είχαν σκοτωθεί και άλλοι 567 είχαν αιχμαλωτιστεί έναντι 393 νεκρών των επιτιθεμένων.
Το ίδιο έτος, η Ταϊβάν θα εγκαταλείψει άλλο ένα νησί με παρόμοια γεωγραφική θέση, τη νήσο Τάτσεν -200 μίλια από την Ταϊβάν- με την βοήθεια του Αμερικανικού Ναυτικού.