Σημειώνεται κίνημα ανατροπής του δημοκρατικού πολιτεύματος στην Ελλάδα από ομάδα αξιωματικών με επικεφαλής τους συνταγματάρχες Γεώργιο Παπαδόπουλο, Νικόλαο Μακαρέζο και τον ταξίαρχο Στυλιανό Παττακό.
Οι ρίζες του πραξικοπήματος εντοπίζονται στα χρόνια της Κατοχής και τον ανταγωνισμό των ομάδων της Αντίστασης μεταξύ τους για το πολιτικό σκηνικό που θα επικρατούσε στην μεταπολεμική Ελλάδα (ο ανταγωνισμός αυτός, βέβαια, μπορεί να εντοπιστεί ακόμα πιο πίσω).
Το 1944, καθώς οι Γερμανοί αποχωρούσαν, ο ανταγωνισμός αυτός εντάθηκε μεταξύ μιας κυβέρνησης υποστηριζόμενης από τους Βρετανούς που επέστρεφε από την εξορία, ομάδων αντίστασης με μεγάλη οργάνωση και δίκτυο πληροφοριοδοτών σε λαϊκό επίπεδο, που προσδοκούσαν μιας κομμουνιστικής οργάνωσης καθεστώς και ενός μωσαϊκού μικρότερων αντιστασιακών οργανώσεων, οι περισσότερες από τις οποίες προέρχονταν από ομάδες πολιτικών και στρατιωτικών που υποστήριζαν μια σοσιαλιστική, αβασίλευτη δημοκρατία.
Σε αυτούς, ας προστεθούν και ομάδες πολιτικές και στρατιωτικές που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς και ήταν ακραιφνείς αντικομμουνιστές και έσπευσαν να συνεργαστούν με την εξόριστη κυβέρνηση κατά την επιστροφή της, που -αν και είχε την υποστήριξη των Βρετανών και άφθονα μέσα- στερείτο ανθρωπίνου δυναμικού και στήριξης στο εσωτερικό.
Μοιραία, η σύγκρουση το 1944 και κατόπιν ο Εμφύλιος Πόλεμος (πολλοί τότε και σήμερα τον αποκαλούν “συμμοριτοπόλεμο” μεταφράζοντας το είδος πολέμου, που κατακυρώθηκε επίσημα ως bandit warfare και από τον ΟΗΕ για να περιγράψει αντίστοιχες συγκρούσεις από το 1945 ως το 1965 σε πρώην αποικίες κατά την υποχώρηση των Βρετανών, Γάλλων ή Ιαπώνων αλλά το είδος μαχών δεν ενδιαφέρει τόσο όσο η ουσία του πολέμου. Όταν μέλη του ίδιου Έθνους στρέφονται ένοπλα εναντίον άλλων μελών του, έχουμε εμφύλια σύγκρουση) προκάλεσαν βαθιές ρήξεις στην κοινωνική συνοχή της ελληνικής κοινωνίας.
Σύντομα, οι ομάδες ενδιαφέροντος χωρίστηκαν σε δύο μόνον παρατάξεις, της Δεξιάς και της Αριστεράς, παρόλο που καθεμία εγκόλπωσε ανθρώπους και δυνάμεις που δεν ασπάζονταν βασικές αρχές της παράταξης υπέρ της οποίας πολεμούσαν. Απότακτοι αξιωματικοί και εξόριστοι πολιτικοί της βενιζελικής παράταξης ή πιο οπαδοί του συνταγματικού σοσιαλισμού βρέθηκαν υπό την κομμουνιστική παράταξη ενώ αντίστοιχα ακραιφνείς βενιζελικοί αλλά και οπαδοί της απολυταρχίας βρέθηκαν στην παράταξη της Δεξιάς. Ιδιαίτερα, στελέχη οργανώσεων που συνεργάστηκαν στην Κατοχή με τους κατακτητές συγκρότησαν μια μυστική οργάνωση (οι μυστικές οργανώσεις με πολιτική ατζέντα ήταν πολύ συνηθισμένες στην Ελλάδα του 19ου και αρχές του 20ού αιώνων), τον ΙΔΕΑ (Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών).
Σε διεθνές επίπεδο, η δράση και ο ανταγωνισμός των υπερδυνάμεων στον μεταπολεμικό κόσμο καθόριζε κάποιες δυναμικές κινήσεις. Το 1940, η κυριαρχία των Γερμανών στην ηπειρωτική Ευρώπη άφησε τους Βρετανούς και τους Αμερικανούς στη συνέχεια με ελάχιστη ως καθόλου επιρροή στα ευρωπαϊκά πράγματα και χρειάστηκαν εργώδεις προσπάθειες για την δημιουργία ενός δικτύου πληροφοριών και οργάνωσης δολιοφθορών, που δεν απέδωσε παρά από το 1943 και μετά. Η κυριαρχία του Κόκκινου Στρατού στην ανατολική Ευρώπη άφησε και πάλι στο σκοτάδι το δίκτυο πληροφοριών και κάθε σχεδόν προσπάθεια διείσδυσης απέτυχε.
Ο φόβος πως σε ενδεχόμενη μελλοντική σύγκρουση με τον Ανατολικό Συνασπισμό η ιστορία θα επαναλαμβανόταν ήταν πολύ ρεαλιστικός, για αυτό από την ίδρυσή της, η CIA προσέγγισε συγκεκριμένα άτομα σε κάθε χώρα της Ευρώπης και οργάνωσε ένα μυστικό δίκτυο “εσωτερικού στρατού”. Οι μυστικοί αυτοί στρατοί παρέμεναν εν υπνώσει και σε περίπτωση κατάληψης της χώρας από σοβιετικές δυνάμεις θα οργάνωναν ένα σταθερό δίκτυο πληροφόρησης και κεκαλυμμένης ανταρτικής δράσης. Το δίκτυο ονομαζόταν γενικά “Gladius” από το ξίφος των λεγεωναρίων της αρχαίας Ρώμης αλλά είχε την ιδιαίτερη ονομασία του σε κάθε χώρα.
Στην Ελλάδα, μια χώρα που η κομμουνιστική πλευρά είχε ήδη προσπαθήσει να υφαρπάξει την εξουσία με τα όπλα, το δίκτυο ονομαζόταν “Κόκκινη Προβιά” και σε αυτό συμμετείχαν πολλά μέλη της νεοσύστατης Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, μέλη της αστυνομίας, της χωροφυλακής και του στρατού και πολιτικά πρόσωπα. Η συμμετοχή των ΛΟΚ (Λόχοι Ορεινών Καταδρομών-που πλέον οργανώνονταν σε Μοίρες και Συντάγματα) θεωρείτο κομβική για την ένοπλη αντίσταση σε περίπτωση πολέμου και ενεργοποίησης του δικτύου, λόγος για τον οποίο τα μέλη τους συνδέθηκαν τόσο με το πραξικόπημα δίκαια ή άδικα. Μέλος του δικτύου ήταν και πρώην μέλη του ΙΔΕΑ, όπως ο Γεώργιος Παπαδόπουλος που υπηρέτησε τη νέα κατάσταση ως αξιωματικός πληροφοριών.

Η δεκαετία του 1960 ήταν περίοδος πολιτικής αστάθειας και διαρκών ζυμώσεων στην πολιτική ζωή καθώς η οικονομική ανάπτυξη της προηγούμενης δεκαετίας και το αίσθημα ασφάλειας από τη λήξη του Εμφυλίου, την ένταξη στο ΝΑΤΟ που συνοδεύτηκε με το άνοιγμα πολεμικών βάσεων και τον επανεξοπλισμό του ενόπλων δυνάμεων, ενθάρρυναν τις πολιτικές δυνάμεις να επιδιώξουν μια χαλάρωση των μέσων ασφαλείας και την ανάρρηση πιο φιλελεύθερων δυνάμεων, τάσεις που οι μυστικές ομάδες πίεσης αντιπάλεψαν με ένταση.
Οι τελευταίες άσκησαν ιδιαίτερη επιρροή μέσω του βασιλικού θεσμού, χρησιμοποιώντας τον ως μοχλό μέσω του οποίου εξώθησαν κυβερνήσεις πλειοψηφίας σε παραίτηση και διορισμό κυβερνήσεων συντηρητικών που γρήγορα κατέρρεαν λόγω της απουσίας στήριξης από τη βάση και οδήγησαν στη δημιουργία ενός τεράστιου ρήγματος μεταξύ της πολιτικής και του παλατιού που έχασε κάθε λαϊκό έρεισμα ωθώντας τα πράγματα σε αίτημα αλλαγής του Συντάγματος.
Στις 28 Μαΐου 1967 είχαν προκηρυχθεί νέες εκλογές και οι προβλέψεις έφερναν πρώτο κόμμα την Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου. Προλαμβάνοντας τις εξελίξεις, η ομάδα των συνταγματαρχών έθεσε σε κίνηση υπάρχοντα ΝΑΤΟϊκά σχέδια σταθεροποίησης σε περίπτωση κομμουνιστικής ανταρσίας (επιτελικό σχέδιο «Προμηθεύς»), κινητοποιώντας μεγάλες μονάδες στρατού, που ασφάλισαν τις οδικές αρτηρίες, τις επικοινωνίες, τα λιμάνια και αεροδρόμια και έθεσε στον Κωνσταντίνο τον Β΄ το αίτημα ανάληψης έκτακτης εξουσίας υπό τον φόβο πολιτικής ανατροπής από κομμουνιστικές δυνάμεις.
Η ομάδα των συνωμοτών θα πετύχει τη στήριξη του νεαρού και άπειρου βασιλιά συγκροτώντας κυβέρνηση φαινομενικά υπό τον εισαγγελέα Κωνσταντίνο Κόλλια. Η “Χούντα των συνταγματαρχών”, όπως έμεινε γνωστή, θα επιβιώσει για 7 χρόνια, αφού μεταλλαχθεί με διάφορες μορφές και προφάσεις και τελικά θα υποχωρήσει και θα καταρρεύσει υπό το βάρος των φοιτητικών εξεγέρσεων στη Νομική Σχολή και στο Πολυτεχνείο και -κυρίως- την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, τον Αύγουστο του 1974.