Ο Ιούλιος Καίσαρ διασχίζει τον ποταμό Ρουβίκωνα με τις λεγεώνες του επιστρέφοντας στη Ρώμη από την Γαλατική εκστρατεία. Η κίνηση είναι συμβολική, αφού ο ρωμαϊκός νόμος επέτασσε να διαλύει το στρατό του ο στρατηλάτης, που επέστρεφε από εκστρατεία, τουλάχιστον πριν τον Ρουβίκωνα, το σύνορο της Ρωμαϊκής πολιτείας, για να μην πλησιάσει επικίνδυνα και πάρει την εξουσία στη Ρώμη με τα όπλα.
Το προηγούμενο διάστημα τα πολιτικά πάθη στην Ρώμη είχαν εξαφθεί επικίνδυνα. Η διάσταση αριστοκρατών (optimates) και δημοκρατικών (populari) είχε προκαλέσει διχασμό μέσα στην πόλη. Ο Καίσαρας, αν και μακρυά, διατηρούσε επαφές και πληροφορείτο για την κατάσταση ενώ οι επιτυχίες του στη Γαλατία τον είχαν κάνει δημοφιλή ιδίως με το λαό.
Καθώς πλησίαζε στη Ρώμη, η διάσταση με τον γαμπρό του, Πομπήιο και ο φόβος οδήγησαν τη Σύγκλητο να τον ανακηρύξει «εχθρό της πατρίδος» (hostis) και να τον καλέσει άμεσα να διαλύσει τα στρατεύματά του και να παρουσιαστεί στη Σύγκλητο για απολογία. Ο Καίσαρας είδε την παγίδα και αφού μέτρησε τις πιθανότητές του στην πόλη και είδε και την αφοσίωση των ανδρών του, έβγαλε λόγο στην ΧΙΙΙ λεγεώνα «Διδυμαία» που τον ακολουθούσε καταλήγοντας με τα λόγια: «Ακόμη και τώρα μπορούμε να γυρίσουμε πίσω. Αλλά από τη στιγμή που θα διαβούμε αυτήν την μικρή γέφυρα, τον λόγο έχουν τα ξίφη». Στη συνέχεια λέγεται πως ψέλλισε τη γνωστή φράση του ποιητή Μενάνδρου alea jacta est (ο κύβος ερρίφθη).
Κατ’άλλους η διάβαση του ποταμού έγινε στις 11 Ιανουαρίου. Η ουσία όμως είναι ότι ο Καίσαρας περνώντας τον Ρουβίκονα πέρασε το όριο της μη επιστροφής. Πλέον ήταν ένας δυναμικός παίκτης στον Εμφύλιο Πόλεμο που ξεσπούσε στη Ρωμαϊκή πολιτεία, που θα οδηγούσε στη διάλυση της αριστοκρατικής δημοκρατίας και στον μετασχηματισμό της σε αυτοκρατορία του ενός ανδρός.