H ιταλική CANSA (Costruzioni Aeronautiche Novaresi S.A.) ήταν θυγατρική της FIAT, αλλά διέθετε δικό της εργοστάσιο, καθώς και το αεροδρόμιο Cameri στη Βόρεια Ιταλία. Με τις σημαντικές προόδους της, κατόρθωσε να ανοίξει νέες οδούς στον τομέα της τεχνολογίας για τη χώρα της.
Το πρωτότυπο που δεν έπεισε ως αναγνωριστικό
Συμμετέχοντας σε κάποιον διαγωνισμό που προκηρύχθηκε το 1937 για τη δημιουργία ενός δικινητήριου αναγνωριστικού, ο μηχανικός Giacomo Mosso άρχισε το επόμενο έτος να δουλεύει επάνω στο project, που του δόθηκε η ονομασία FC.20. Αυτό υπήρξε το πρώτο και μοναδικό αεροσκάφος της CANSA που κατασκευάστηκε εξ αρχής για πολεμική χρήση, γι’αυτό αποτέλεσε αληθινή πρόκληση για τη μικρή εταιρεία. Βασιζόταν στις πτέρυγες, τη δομή και τους κινητήρες του FIAT CR.25, ενώ ο Mosso επανασχεδίασε την άτρακτο με διαφανές ρύγχος και διπλό κάθετο ουραίο.
Η διοίκηση της Ιταλικής Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας δεν ενθουσιάστηκε με το αποτέλεσμα, έχοντας το βλέμμα της στραμμένο στα πολλαπλών ρόλων Caproni Ca.310.
Επίσης εξέταζε και το Ca.313 και ανέμενε και το πολλά υποσχόμενο Ca.331. Αυτή η δυσπιστία, σε συνδυασμό με τα οργανωτικές δυστοκίες της εξελισσόμενης ακόμη εταιρείας, οδήγησε στη μακρά καθυστέρηση του προγράμματος.
Caproni Ca.313 και Ca.314: η διπλή προσπάθεια βελτιώσεως του προβληματικού Ca.310
Ως αποτέλεσμα, η πρώτη πτήση του αεροσκάφους έλαβε χώρα στις 12 Απριλίου του 1941 με τον πιλότο δοκιμών Fausto Moroni στο κόκπτιτ. Στις αξιολογήσεις έπιασε ταχύτητα 467 χλμ. την ώρα, έχοντας εμβέλεια 1.300 χλμ. Για τη Regia Aeronautica, οι επιδόσεις του ήταν μάλλον απογοητευτικές.
Η μοίρα του καινούριου αναγνωριστικού φαινόταν να είχε ήδη σφραγισθεί, έως ότου ο Rino Corso Fougier ανέλαβε τη διοίκηση της Regia Aeronautica. Ο ίδιος είχε κατανοήσει την εξαιρετική σημασία των βαρέων μαχητικών, καταλλήλων για την προσβολή τεθωρακισμένων οχημάτων, γνωρίζοντας τις επιτυχίες της Luftwaffe στο ρωσικό μέτωπο με τα Ju.87, Ju. 88 και τα τροποποιημένα Hs-129. Έτσι, έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία στο αποτυχημένο αεροσκάφος να αναδειχθεί σε έναν νέο ρόλο.
Η ελπίδα αναγεννάται μέσα από μια νέα ιδιότητα
Η CANSA προχώρησε στον επανασχεδιασμό του FC.20 και σύντομα ολοκληρώθηκε το δεύτερο πρωτότυπο που πήρε την ονομασία FC.20bis. Στο διαφορετικό συμπαγές ρύγχος προσαρμόστηκε ένα Breda πυροβόλο των 37 χλστ. Ο οπλισμός συμπλήρωναν με δύο πολυβόλα Breda-SAFAT των 12,7 χλστ., στις βάσεις των πτερύγων, και ενός ακόμη στο ραχιαίο περιστρεφόμενο πυργίσκο Caproni-Lanciani Delta. Η καταπακτή στην άτρακτο μπορούσε να δεχθεί 126 βόμβες των δύο κιλών εκάστη, ενώ κάτω από τις πτέρυγες τοποθετήθηκαν ράγες μεταφοράς επιπροσθέτων βομβών βάρους 100 κιλών.
Οι αλλαγές επεκτάθηκαν στο ουραίο τμήμα, το σύστημα προσγείωσης, τις δεξαμενές καυσίμου τους υδραυλικούς μηχανισμούς και στο κόκπιτ, το οποίο μεταφέρθηκε πιο μπροστά στο κοντύτερο ρύγχος. Έτσι το FC.20bis παρουσιάστηκε ως ένα εντελώς νέο αεροσκάφος από απόψεως σχεδιασμού, ρόλου, καθώς και κατανομής φορτίου. Από καθαρά αναγνωριστικό, είχε μεταμορφωθεί σε βομβαρδιστικό καθέτων εφορμήσεων. Εν συνεχεία, μεταφέρθηκε στο αεροδρόμιο Guidonia (το πειραματικό κέντρο της Regia Aeronautica) για ενδελεχείς δοκιμές.
Η άτρακτος, μέχρι όλο το πλάτος των πτερύγων, ήταν από χαλυβδοσωλήνες και καλυπτόταν από λεπτά φύλλα ντουραλουμινίου. Η υπόλοιπη είχε υφασμάτινο περίβλημα εκτός της ντουραλουμινένιας ουράς. Ύφασμα κάλυπτε επίσης και τα πηδάλια διεύθυνσης. Οι ολομεταλλικές πτέρυγες κατέληγαν σε στρογγυλεμένες άκρες. Στηρίζονταν σε δύο κεντρικούς δοκούς οι οποίες συμπληρώνονταν με νευρώσεις και περίβλημα ντουραλουμινίου. Το σύστημα προσγείωσης έγινε τώρα όλο αναδιπλούμενο. Προστέθηκαν επίσης γρίλιες καταδυτικών φρένων τα οποία ανασύρονταν προς τα πίσω στις άκρες των κινητήρων.
Οι δεξαμενές καυσίμου (τέσσερις στις πτέρυγες και μια στην άτρακτο) έφεραν προστατευτική θωράκιση. Τροφοδοτείτο με δύο αερόψυκτους δεκατετρακύλινδρους διπλής σειράς Fiat A.74 RC38, των 840 ίππων έκαστος, που περιέστρεφαν τρίφυλλες μεταλλικές έλικες μεταβλητού βήματος. Το μήκος του ήταν 12,18 μέτρα, το άνοιγμα πτερύγων 16 και το ύψος 3,81. Έφτανε την τελική ταχύτητα των 420 χλμ. την ώρα και το ανώτατο ύψος των 22.750 ποδιών, ενώ η εμβέλειά του ήταν 1.150 χλμ.
Οι ακόλουθες εκδόσεις
Μετά το FC.20bis, ακολούθησε το FC.20ter το οποίο προέκυψε από μετατροπές του πρώτου πρωτοτύπου. Επανήλθε το μακρύ διαφανές ρύγχος και εφοδιάστηκε με τους ισχυροτέρους δεκαοκτακύλινδρους Fiat A.80 RC41, των 1.000 ίππων έκαστος. Διέθετε και αυτό καταδυτικά φρένα, ενώ το πυροβόλο των 37 χλστ. μεταφέρθηκε πολύ πιο μπροστά. Ο περιστρεφόμενος ραχιαίος πυργίσκος αφαιρέθηκε με τον πυροβολητή να επανέρχεται πίσω από το πιλοτήριο.
Το τελευταίο ήταν το quater που προήλθε από το FC.20bis. Τα πολυβόλα των 12,7 χλστ. στις πτέρυγες αντικαταστάθηκαν από πυροβόλα Mauser MG 151 των 20 χλστ., όπως και το Breda των 37 χλστ. από Mauser ιδίου διαμετρήματος. Τέλος, δύο υδρόψυκτοι Daimler-Benz DB 601 των 1.250 ίππων ανέβασαν την απόδοση του αεροσκάφους, όπου στις δοκιμές φάνηκε γρηγορότερο κατά 80 χλμ. Το βάρος του ήταν 5.220 κιλά και η άνοδος στα 6.000 μέτρα γινόταν εντός 13’36”. Αργότερα, ο τύπος αυτός εγκαταλείφθηκε και έτσι έμεινε ο ένας και μοναδικός.
Αύριο θα ολοκληρώσουμε με τις επιχειρήσεις στις οποίες ενεπλάκη το βομβαρδιστικό FC.20