Σε παρέμβασή του σε συζήτηση στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ με θέμα την «προστασία αμάχων σε ένοπλες συγκρούσεις», ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Κύπρου στο διεθνή οργανισμό, πρέσβης Ανδρέας Χατζηχρυσάνθου επεσήμανε ότι ο αριθμός των αμάχων που επιβιώνουν μέσα σε δυσχερείς συνθήκες ανά τον κόσμο παραμένει εξαιρετικά ανησυχητικός.
Ο κ. Χατζηχρυσάνθου τόνισε μάλιστα ότι αυτό συμβαίνει παρά τις σαφείς διεθνείς υποχρεώσεις των κρατών για προστασία των αμάχων και των μη στρατιωτικών υποδομών κατά τη διάρκεια ενόπλων συγκρούσεων. Ο κύπριος πρεσβης σημείωσε επίσης ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία αποτελεί απόδειξη των τραγικών επιπτώσεων στον άμαχο πληθυσμό.
Ο κ. Χατζηχρυσάνθου αναφέρθηκε ιδιαίτερα στο θέμα του αυξανόμενου αριθμού εκτοπισθέντων (ξεπέρασαν τα 80 εκατομμύρια το 2021) ως αποτέλεσμα ένοπλων συγκρούσεων. Τόνισε ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας πρέπει να λάβει πιο ενεργό ρόλο για να διασφαλιστεί το δικαίωμα επιστροφής των εκτοπισμένων στις εστίες τους όσον το δυνατό γρηγορότερα, να τύχει σεβασμού το δικαίωμα στις περιουσίες τους και μην υπάρξει εποικισμός των περιοχών που άφησαν πίσω τους.
Υπενθύμισε ότι η Κύπρος, ως θύμα επίθεσης, έχει βιώσει αυτά τα φαινόμενα και γνωρίζει το δυσχερή τους αντίκτυπο στους αμάχους αλλά και τον ρόλο τους στην εδραίωση των αποτελεσμάτων της παράνομης χρήσης βίας.
Αναφερόμενος στο ανθρωπιστικό ζήτημα των αγνοουμένων, ο κ. Χατζηχρυσάνθου επεσήμανε ότι χρειαζόμαστε ενίσχυση της διεθνούς συνεργασίας καθώς επίσης και να ενισχυθούν οι μηχανισμοί διερεύνησης και ταυτοποίησης.
Υπογράμμισε τη σημασία του σχετικού Ψηφίσματος ΣΑ 2474 του 2019 το οποίο θα πρέπει να αξιοποιηθεί κατάλληλα και σημείωσε ακόμα ότι θα πρέπει να προβλεφθούν ισχυρές σχετικές διατάξεις σε Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας αναφορικά με αγνοουμένους που η τύχη τους παραμένει άγνωστη για πολλές δεκαετίες, όπως στην περίπτωση της Κύπρου.
Ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Κύπρου αναφέρθηκε και στην ανάγκη προστασία των δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών των αμάχων σε συνθήκες ξένης κατοχής όπως επίσης και στην ανάγκη επίτευξης λογοδοσίας για σοβαρά εγκλήματα και παραβιάσεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένης της παραπομπής, από το Συμβούλιο Ασφαλείας, τέτοιων περιπτώσεων στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο.