To πασίγνωστο «κουνούπι» της RAF υπήρξε ένα αληθινά πολλαπλών ιδιοτήτων αεροσκάφος (μαχητικό, αναχαιτιστικό, συνοδευτικό, μαχητικό-βομβαρδιστικό νυκτερινών και αντιπλοϊκών ρόλων, αποστολών περιπολίας και φωτοαναγνωριστικό) το οποίο ανταγωνίζετο ό,τι καλύτερο είχε να παρουσιάσει η Luftwaffe, ενώ μόνο ελάχιστα των δυνάμεων του Άξονος μπορούσαν να το φτάσουν. Από την αρχή σχεδιάστηκε για αεροπλάνο ποικίλων ρόλων. Αυτές του τις ιδιότητες υπηρέτησε επαξίως στο μεγαλύτερο μέρος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και αργότερα, κατά τα πρώτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, έως την οριστική του απόσυρση από την ενεργό δράση. Τα μέλη του πληρώματος ήταν ενθουσιασμένα, απολαμβάνοντας τις ανέσεις και τα πλεονεκτήματα που παρείχε, όπως το θερμαινόμενο κόκπιτ, τον εύκολο και αποδοτικό χειρισμό, την ταχύτητα και τις επιθετικές αρετές του (πυροβόλα, πολυβόλα, βόμβες, τορπίλες, ρουκέτες). Τα πολλά και αξιόλογα στοιχεία του, το κατέστησαν μεταξύ των κορυφαίων της αεροπορικής ιστορίας.
Οι απαρχές και η ιδέα δημιουργίας ξύλινων αεροσκαφών
Το άλλο προσωνύμιό του, «ξύλινο θαύμα», ωφείλετο στο βασικό συστατικό κατασκευής του, που ήταν η μπάλσα και το κόντρα πλακέ. H de Havilland ξεκίνησε με τη δημιουργία ελαφρών αεροσκαφών από τα μέσα του 1930. Έτσι προέκυψε το δικινητήριο DH.88 «Comet». Τρία από αυτά ετοιμάστηκαν τo 1934 για να λάβουν μέρος στους αγώνες MacRobertson, αφιερωμένους στην πρώτη εκατονταετηρίδα της Μελβούρνης, διασχίζοντας, με προκαθορισμένες στάσεις, την απόσταση Βρετανία-Αυστραλία.
Η χρήση ξύλου, αποτέλεσε αληθινή τεχνολογική επανάσταση σε μία εποχή όπου κυριαρχούσε το μέταλλο στα στρατιωτικά αεροσκάφη. Ακολούθησε το επιβατικό τετρακινητήριο DH.91 «Albatross» που πρωτοπέταξε το 1937. Παρά τις συνεχείς αντιρρήσεις του Υπουργείου Αεροπορίας, η de Havilland επέμεινε στην ιδέα της όταν προκηρύχθηκε διαγωνισμός με τις P.13/36 προδιαγραφές ενός μεσαίου βομβαρδιστικού. Για μία ακόμη φορά, οι αξιολογητές του Υπουργείου απέρριψαν το κατατέθεν σχέδιο ενός τροποποιημένου Albatross, εκφράζοντας σοβαρές αμφιβολίες για το ξύλο ως δομικό υλικό στρατιωτικών αεροπλάνων.
Η γέννηση του «κουνουπιού» της de Havilland
Πεπεισμένη για την καινοτόμο ιδέα της, η εταιρεία δεν πτοήθηκε από τις απορρίψεις. Στο τεχνικό επιτελείο της ανέθεσε το μεγαλεπήβολο έργο για ένα ξύλινο δικινητήριο ελαφρύ βομβαρδιστικό με καταπακτή βομβών και άνευ οπλισμού αρχικώς. Το project θα προχωρούσε αποκλειστικά με δικά της έξοδα.
Το αεροσκάφος ήταν περιορισμένων διαστάσεων και μικρού βάρους, ενώ η απουσία πυργίσκων και αμυντικών πολυβόλων μείωνε το πλήρωμα από έξι μέλη, σε μονάχα δύο: τον πιλότο και τον πλοηγό. Στα ουσιώδη πλεονεκτήματά του συγκαταλέγεται η ικανότητά του να πετάει σε ύψη όπου δε θα κινδύνευε από αντιαεροπορικά πυρά, ενώ την ταχύτητά του θα ήταν ασυναγώνιστη για τα εχθρικά μαχητικά και αναχαιτιστικά. To κόκπιτ βρισκόταν αρκετά μπροστά στην άτρακτο, καταλήγοντας σε συμβατικό κάθετο ουραίο με χαμηλά τοποθετημένα πηδάλια ύψους-βάθους. Το σχήμα των ατρακτιδίων των δύο κινητήρων στις πτέρυγες προσέθετε στην αεροδυναμική και την ευελιξία του.
Με τη χιτλερική Γερμανία να δείχνει από νωρίς τις επιθετικές διαθέσεις της σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, η Βρετανία δεν έμεινε αδρανής, αλλά άρχισε να προετοιμάζεται σε εξοπλισμό και ανθρώπινο δυναμικό. Ως εκ τούτου, το ενδιαφέρον για το DH.98 ήταν μικρό. Η μεγάλη στροφή επήλθε όταν ο Πτέραρχος, Sir Wilfrid Freeman, έγινε μέλος του ελεγκτικού συμβουλίου, ο οποίος, το Δεκέμβριο του 1939, έδωσε το «πράσινο φως» για την ανάπτυξη του αεροσκάφους. Η RAF προχώρησε σε συμβόλαιο παραγγελίας ενός πειραματικού βομβαρδιστικού με το δικαίωμα αγοράς 50 μονάδων, βάσει των προδιαγραφών Β.1/40.
Η συνέχεια στο Military History