Μετά τον καθορισμό της Τετραρχίας και απαλλαγμένος πλέον από την απειλή ενός μελλοντικού εμφυλίου πολέμου με απώτερο σκοπό το θρόνο, ο Διοκλητιανός, μαζί με τον Μαξιμιανό, τον Γαλέριο και τον Κωνστάντιο Χλωρό (πατέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, του ιδρυτού της Κωνσταντινουπόλεως), μπόρεσαν να στρέψουν την προσοχή τους στην ανασυγκρότηση του στρατού και σε εσωτερικές μεταρρυθμίσεις. Πρωτίστως, έπρεπε να εξουδετερώσουν τους υπάρχοντες ταραξίες άπαξ δια παντός, ώστε να προχωρήσουν ανεμπόδιστα στην υλοποίηση του προγράμματός τους.
Πάταξη των αντιπάλων εντός και εκτός της ρωμαϊκής επικρατείας
Στον Κωνστάντιο ανετέθη η πάταξη της αποστασίας του ναυάρχου Καραουσίου, ο οποίος είχε αυτανακηρυχθεί αυτοκράτωρ. Ο Καίσαρας της Δύσεως, Κωνστάντιος, πρώτα επετέθη στους συμμάχους του σφετεριστού. Αφού τους νίκησε, εφόρμησε ύστερα εναντίον του Καραουσίου, δολοφονώντας τον το 293. Τρία χρόνια αργότερα εισέβαλε στη Βρετανία, αποκαθιστώντας τη ρωμαϊκή εξουσία σε όλη την περιοχή που εκτείνετο νοτίως του τείχους του Αδριανού. Κατόπιν, επέστρεψε τροπαιούχος στην ενδοχώρα όπου εξολόθρευσε τους Αλαμαννούς το 298 και επέφερε στη Γαλατία ειρήνη και ησυχία για πολλά χρόνια.
Εν τω μεταξύ το 296, είχε σημειωθεί στην Αίγυπτο άλλη εξέγερση για την οποία κινητοποιήθηκε προσωπικά ο Διοκλητιανός. Ενόσω ήταν απασχολημένος με την καταστολή της, ο βασιλιάς της Περσίας Ναρσής (293-302) εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να εισβάλει στην Αρμενία και τη Συρία. Ο Γαλέριος, που επιφορτίστηκε με την εκστρατεία εναντίον του το 297, ηττήθηκε στην αρχή, αλλά το επόμενο έτος μπόρεσε να επιτύχει μια συντριπτική νίκη, καταλαμβάνοντας ακόμη και το χαρέμι του αντιπάλου του. Η ταπεινωτική ήττα ανάγκασε τον Ναρσή σε παραίτηση. Τον διεδέχθη ο υιός του, Ορμίσδας Β’ (303-309). Ο Γαλέριος δεν επαναπαύθηκε στις δάφνες της επιτυχίας του, αλλά προχώρησε περισσότερο, ανακατακτώντας τη Μεσοποταμία και υποχρεώνοντας τους Πέρσες σε αναγνώριση της ρωμαϊκής κυριαρχίας σε ολόκληρη την Ανατολή.
Η θέση του αυτοκράτορος και της αυλής του
Πολλά από τα στοιχεία των μεταρρυθμίσεων του Διοκλητιανού και του διαδόχου του, Κωνσταντίνου, δεν ήταν απολύτως καινούρια, αλλά είχαν εισηγηθεί ή εισαχθεί από έναν ή και περισσοτέρους αυτοκράτορες του τρίτου αιώνος και τροποποιήθηκαν από τους επομένους κατά το πέρασμα των ετών. Θα ήταν συνεπώς σωστότερο να μιλούμε όχι για επαναστατικές ή καινοτόμες αλλαγές, αλλά μάλλον για εξελικτικές, όπου η περίοδος μακράς ηρεμίας, χωρίς εμφύλιες συγκρούσεις ή συρράξεις με εξωτερικούς εισβολείς, τους έδωσαν νέο χαρακτήρα. Οι πηγές, από μόνες τους, δε βοηθούν πλήρως στον καθορισμό μιας σαφούς διαχωριστικής γραμμής μεταξύ των μέτρων που εισήγαγε ο Διοκλητιανός και αυτών που επέβαλε αργότερα ο Κωνσταντίνος, όπως και την κατανόηση των κινήτρων τους. Κάποια είναι ξεκάθαρα, ενώ άλλα όχι, με αποτέλεσμα η επιστημονική κοινότητα να εικάζει για κάποια εξ αυτών χωρίς πλήρη ταύτιση απόψεων. Για τον λόγο αυτόν, τα μέτρα των δύο αυτοκρατόρων συνήθως συζητούνται στο σύνολό τους. Στην ταραγμένη περίοδο που οι αλλαγές επήλθαν, δεν είναι καθόλου αβάσιμο να υποθέσουμε πως άλλες ήταν θέμα σκοπιμοτήτων παρά πολιτικών αναγκών και να εξετάζουμε κατά πόσο ή όχι λειτούργησαν αποτελεσματικά.
Ο προσδιορισμός της θέσεως του αυτοκράτορος στις διοκλητιάνειες μεταρρυθμίσεις ήταν η βάση και αρχή όλων. Ο Αύγουστος περιεγράφετο συχνά ως ο πρώτος πολίτης, ενώ ο ίδιος ο Διοκλητιανός – ως ανώτερος μεταξύ των μελών που συνέθεταν την Τετραρχία – καθορίζετο ως ο κυρίαρχος ή απόλυτος άρχων. Διέμενε μακρυά από το ευρύ κοινό σε περίλαμπρο παλάτι και ήταν περιτριγυρισμένος από έναν μεγάλο αριθμό αυλικών όπου συμμετείχαν σε διαρκείς τελετουργίες, αρκετές εκ των οποίων αντεγράφησαν επ’ακριβώς από την αυλή των Σασσανιδών Περσών. Δεν ήταν απλώς η ανωτάτη κοσμική προσωπικότητα, αλλά έφερε επάνω του «ιερά» στοιχεία. Το δωμάτιο της κλίνης του ήταν το sacrum cubiculum και το σώμα των συμβούλων του το sacrum constorium.
Η εμφάνισή του ήταν ανάλογη της «ιεράς» ιδιότητός του. Φορούσε πλούσια κεντημένα ενδύματα στολισμένα με πολυτίμους λίθους που κοσμούσαν και το διάδημά του. Το χρώμα τους ήταν της πορφύρας και απαγορευόταν αυστηρά στον ρουχισμό των απλών πολιτών. Η παρουσία του, είτε εμπρός στο λαό είτε ενώπιον ξένων πρέσβεων, πραγματοποιείτο πάντοτε εν μέσω πομπών και εκδηλώσεων που υπενθύμιζαν τη θεϊκότητά του.
Όπως έχουμε δει, ο Διοκλητιανός και ο Γαλέριος συνδέονταν με τον Δία, ενώ ο Μαξιμιανός και ο Κωνστάντιος με τον Ηρακλή. Σε αυτό το νέο σύστημα, η ισχύς των αυτοκρατόρων εκπήγαζε απευθείας από τους θεούς αντί της λαϊκής βουλήσεως, όπως γενικότερα συνέβαινε κατά το παρελθόν. Έτσι, ο Διοκλητιανός με τους συγκυβερνώντες του ακολούθησαν τα πρότυπα προγενεστέρων αυτοκρατόρων, όπως ο Αυρηλιανός (270-275) που υπογράμμιζε σταθερά τις θεϊκές πτυχές της διακυβερνήσεώς του. Αυτό λοιπόν δεν αποτελούσε κάτι απολύτως ιδιάζον, αλλά η έντονη έμφαση στη θεϊκή προέλευση της αυτοκρατορικής εξουσίας σίγουρα δεν είχε τις διαστάσεις που είχε λάβει παλαιότερα.
Αφού ο αυτοκράτωρ εμφανίζετο και περιεδιάβαινε στα στενά πλαίσια του παλατιού και της αυλής του, αναπόφευκτο ήταν να αποκτήσουν εξαιρετική ισχύ και όσοι τον περιέβαλαν (αυτό σε καμία περίπτωση δε σήμαινε πως αυτομάτως η ισχύς τους ήταν ανάλογη και του κύρους που εξέπεμπαν). Έτσι, τα μέλη της οικογενείας του – ιδιαίτερα η σύζυγός του και η μητέρα του – οι θαλαμηπόλοι και λοιποί υπηρέτες, που συνήθως ήταν ευνούχοι, αποκτούσαν μεγάλη επιρροή και δύναμη, αφού είχαν εύκολη πρόσβαση στην ανωτάτη αρχή. Όσοι λοιπόν επιθυμούσαν άμεση ακρόαση, έπρεπε πρώτα να κερδίσουν την εύνοια και τη συμπάθεια των ανθρώπων γύρω από τον Διοκλητιανό, ώστε να διατηρούν ελπίδες ικανοποιήσεως των επιθυμιών τους.