Το Ινστιτούτο του Κιέλου για την Παγκόσμια Οικονομία έχει ξεκινήσει εδώ και καιρό το Ukraine Support Tracker, μια βάση δεδομένων που καταγράφει τη διεθνή βοήθεια που στέλνεται στην Ουκρανία. Τόσο στρατιωτική όσο και οικονομική και ανθρωπιστική.
Έτσι σύμφωνα με τα στοιχεία του, από την αρχή του πολέμου έως τις 7 Ιουνίου (αυτή είναι η τελευταία ενημέρωση) η χώρα μας έρχεται 8η σε αξία στρατιωτικής βοήθειας προς την Ουκρανία, πάνω από Γαλλία, Δανία και Ιταλία!
Στην πρώτη θέση βέβαια βρίσκονται οι ΗΠΑ, ακολουθεί η Βρετανία και μετά η Πολωνία που όπως έχουμε γράψει πραγματικά τα «δίνει όλα» στο Κίεβο, έχοντας και η ίδια μια ιστορική -αιτιολογημένη- φοβία και αντιπάθεια με τη Ρωσία. Η Γερμανία είναι τέταρτη, παρόλο που «μαστιγώνεται» συνεχώς από τα διεθνή ΜΜΕ και το ίδιο το Κίεβο ότι δεν προσφέρει αρκετά.
Η χώρα μας μάλιστα εμφανίζει και μια ιδιαιτερότητα καθώς το Ινστιτούτο του Κιέλου μας παρουσιάζει να έχουμε παραδώσει ελάχιστα όπλα από όσα έχουμε δεσμευθεί. Υποθέτουμε εδώ, πως καταγράφεται η παροχή των BMP-1 ως βασικό στοιχείο, τα οποία θα αποδεσμευθούν όταν γίνει η γνωστή ανταλλαγή με τα γερμανικά Marder.
Η Ελλάδα όμως ανεβαίνει στην 5η θέση διεθνώς από 37 χώρες, στους υποστηρικτές της Ουκρανίας στον υπολογισμό της ολικής βοήθειας (στρατιωτικής, οικονομικής κ.λπ.) ως ποσοστό του ΑΕΠ. Έτσι εδώ πρώτη είναι η μικρή Εσθονία που φθάνει σχεδόν το 1%, ακολουθεί η Λετονία, η Πολωνία και η Λιθουανία, όλες δηλαδή οι χώρες που γειτονεύουν άμεσα με την κρίση, και μετά η Ελλάδα με σχεδόν 0,25% του ΑΕΠ της, πάνω από Τσεχία, Σλοβακία, Πορτογαλία, ΗΠΑ, Γαλλία και Γερμανία. Βέβαια η ελληνική βοήθεια επιμερίζεται σε καθαρά εθνικούς πόρους (περίπου το μισό) και σε μερίδιο της βοήθειας που έχει προσφέρει η Ε.Ε. Σε κάθε περίπτωση είναι εντυπωσιακή αυτή η θέση της χώρας μας, που φαίνεται να προσφέρει πέρα και πάνω από τις δυνάμεις της, προσεγγίζοντας χώρες που βρίσκονται σε άμεση “επαφή” με την ρωσική εισβολή.
«Ελληνικά» Marder: Μια σπάνια ιστορία φημών, άγνοιας και προβληματικών χειρισμών
Σε μια τρίτη κατάταξη του Ινστιτούτου, αυτή τη φορά που μετρά την βοήθεια στο σύνολο της, δηλαδή οικονομική, ανθρωπιστική και στρατιωτική σε χρηματική αξία, η Ελλάδα έρχεται 15η στις 38 χώρες. Και αυτό γιατί ο κύριος όγκος της βοήθειας που έχει παρέχει είναι στρατιωτικός, άρα στο σύνολο έρχεται χαμηλότερα. Π.χ. η Βρετανία που είναι τρίτη στην κατάταξη έχει το μισό της βοήθειας που παρέχει να είναι στρατιωτικό και το υπόλοιπο οικονομικό-ανθρωπιστικό, ενώ η δεύτερη Ευρωπαϊκή Ένωση (με τους διάφορους θεσμούς της) έχει κυρίως οικονομική βοήθεια στο ενεργητικό της (τα κράτη-μέλη βέβαια ακολουθούν άλλες νόρμες). Βέβαια και εδώ πρώτες είναι οι ΗΠΑ, που καταγράφονται ως ο κύριος πυλώνας στήριξης του Κιέβου, με πάνω από 40 δις ευρώ παροχές κάθε τύπου.
Να κάνουμε εδώ και ένα σχόλιο για την ελληνική βοήθεια. Είτε στρατιωτική είτε ανθρωπιστική κ.ο.κ. Είναι σημαντικό ως προς την πολιτική διαφάνεια που όλοι επιθυμούμε, να παρουσιαστεί όσο γίνεται αναλυτικότερα στη δημοσιότητα. Εφόσον το υπουργείο Εθνικής Αμύνης διαβεβαιώνει πως ειδικά σε στρατιωτική βοήθεια, ότι υλικό στέλνεται δεν θίγει τα αποθέματα μας, δεν θίγει και δεν υποβαθμίζει την αμυντική μας ικανότητα (δεν έχουμε λόγο να τα αμφισβητήσουμε όλα αυτά) τότε δεν υπάρχει και λόγος να μην υπάρχει και δημόσια καταγραφή του. Δεν θα θιγεί κανείς αν ανακοινώσουμε ότι από τα ελληνικά περισσεύματα και τα προς απόσυρση και διάθεση υλικά μας, δόθηκαν π.χ. πυρομαχικά στην Ουκρανία. Ακόμη και η παροχή των BMP-1 που τελείως λανθασμένα παρουσιάστηκε από αναλυτές και αντιπολίτευση ως «μεγάλη απώλεια», ενώ στην πράξη τα τεθωρακισμένα αυτά αποσύρονται και πωλούνται από τη χώρα μας εδώ και χρόνια καθώς έχουν ολοκληρώσει τον κύκλο τους, θα έπρεπε να έχει ανακοινωθεί πρώτα από όλα από την πλευρά μας, και όχι να το μαθαίνουμε από γερμανική επίσημη πηγή.
Τέλος, εφόσον είναι πολιτική απόφαση να στηριχθεί η Ουκρανία από την Ελλάδα και στρατιωτικά, ας μην έχουμε αυταπάτες: το τι στέλνουμε στο Κίεβο το γνωρίζει η Μόσχα (που αν μη τι άλλο έχει το δικό της δίκτυο πληροφοριών στην Ουκρανία). Έτσι η παραδοχή από την πλευρά μας, δεν θα χειροτερέψει τις σχέσεις μας με τη Ρωσία, που ήδη περνούν κρίση.