Αργότερα, ο Φαλμεράϋρερ συμπεριέλαβε και την Αττική στην αρχική θεωρία του περί της επικρατήσεως των Σλάβων του Μορέως, χωρίς όμως να στηρίζεται σε αδιαμφισβήτητα στοιχεία αρχειακού υλικού, ενώ στον δεύτερο τόμο της πραγματείας του για την ιστορία της χερσονήσου του Μορέως, προχώρησε σε μια νέα εκτίμηση, ισχυριζόμενος πως οι ελληνοσλάβοι κάτοικοι της Ελλάδος εκτοπίσθησαν και εξολοθρεύθησαν από Αλβανούς εποίκους κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 14ου αι. Έτσι, κατέληξε στο αυθαίρετο και γενικευμένο συμπέρασμα πως η επανάστασις για την απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό ήταν επί της ουσίας αλβανικό επίτευμα. Ο ίδιος είχε ταξιδέψει στην Ελλάδα, όπου επισκεπτόμενος την Αττική, τη Βοιωτία και μεγάλο τμήμα της Πελοποννήσου συνήντησε έναν διόλου ευκαταφρόνητο αριθμό Αρβανιτών, μερίς των οποίων δεν ομιλούσε καθόλου την ελληνικήν. Λόγω αυτού, έγραψε χαρακτηριστικά πως δεν θα ήταν κάποιος ανακριβής, αν ονομάτιζε το νεοϊδρυθέν κράτος ως Νέα Αλβανία.
Η πρώτη επιστημονική αντίκρουση των επισφαλών ισχυρισμών του Φαλμεράϋρερ προήλθε από τον συμπατριώτη του ιστορικό Καρλ Χοπφ, ο οποίος εξήτασε διεξοδικώς τις σλάβικες εισβολές εν Ελλάδι στο πόνημά του (δημοσιευθέν το 1867) για την ιστορία της Ελλάδος από τις αρχές του μεσαίωνος έως τη σύγχρονη εποχή. Ο Χοπφ, διατεινόμενος πως οι Βυζαντινοί συγγραφείς υπερέβαλαν στις αναφορές τους, περιόρισε την παρουσία του σλάβικου στοιχείου στον ελλαδικό χώρο μεταξύ των ετών 750 και 807. Ισχυρίστηκε πως αυτή δεν υφίστατο πριν το 750, ενώ απέδειξε πως τα έγγραφα που ώθησαν τον Φαλμεράϋρερ να μιλήσει για καθολικό εκσλαβισμό της Αττικής ήταν απολύτως εσφαλμένα.
Υπάρχει βέβαια αρκετή βιβλιογραφία για περαιτέρω διερεύνηση του θέματος, αν και συχνά οι πληροφορίες είναι αντιφατικές ή ασύμφωνες μεταξύ των. Σε αυτό όμως που συγκλίνουν οι απόψεις των ιστορικών είναι πως ο σλαβικός εποικισμός είχε γίνει πολύ έντονος και εκτενής από το τέλος του 6ου αι. και ύστερα. Όμως, σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να μιλήσουμε ούτε για πανσλαβισμό, αλλά ούτε και για αφανισμό του ελληνικού πληθυσμού.
Ποικίλες αναφορές υπάρχουν επίσης και για νέες σλαβικές επιδρομές στην Ελλάδα, κυρίως στην Πελοπόννησο, καθ’ όλη τη διάρκεια του μεσαίωνος έως τον 15ο αι. Οι κυριότερες από αυτές προέρχονται από τα «θαύματα του Αγ. Δημητρίου», έργο του 7ου αι., το οποίο ομιλεί εκτενώς για τον ερχομό των Σλάβων στα Βαλκάνια και ιδιαιτέρως για τις, από κοινού με τους Αβάρους, επιθέσεις τους εναντίον της Θεσσαλονίκης. Η απουσία σχετικών παραπομπών στις εργασίες των Φαλμεράϋρερ και Χοπφ καθιστά ως πιθανότερο το ότι η συγκεκριμένη πηγή ήταν ακόμη άγνωστη στην εποχή τους.
Η πρωτοτυπία και καινοτομία της θεωρίας του Φαλμεράϋρερ έχει πολλάκις αμφισβητηθεί στην επιστημονική κοινότητα, δεδομένου του ότι το θέμα της υπάρξεως των Σλάβων εν Ελλάδι είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον παλαιόθεν. Οπωσδήποτε όμως, ο Φαλμεράϋρερ υπήρξε ο πρώτος που εξέφρασε τη γνώμη του τόσο ανοιχτά και με τέτοια απολυτότητα. Ως πρωτοπόρος της πάντως έχει υποδειχθεί ο Σλοβένος γλωσσολόγος και φιλόλογος του 19ου αι., Γέρνεϊ Κόπιταρ όπου διέμενε και εργαζόταν στη Βιέννη. Χωρίς να υπεισέλθει σε διεξοδικές λεπτομέρειες, αλλά διατηρώντας τον επιστημονικό χαρακτήρα της εργασίας του, υπεστήριξε πως το σλάβικο στοιχείο έπαιξε έναν σημαντικότατο εν γένει ρόλο στην ίδρυση του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η άποψις του Φαλμεράϋρερ, αν και πλέον είναι ξεπερασμένη στο σύνολό της, διατηρεί τη σημαντικότητά της, διότι άνοιξε το δρόμο της επιστήμης προς μία ποιο ενδελεχή έρευνα του σλάβικου φαινομένου, ενώ ο ίδιος θεωρείται ακόμη ως ο πρώτος που ησχολήθη με τις εθνογραφικές ανακατατάξεις του μεσαίωνος, όχι μόνο στο ελλαδικό έδαφος, αλλά σε ολόκληρη τη Βαλκανική χερσόνησο.