Όλο και συχνότερα πλέον τίθεται το ερώτημα περί της σημασίας ή μη του να διαβάζει κανείς ιστορία. Η απάντηση είναι πως η ιστορία είναι κάτι αναπόφευκτο, αφού αναλύει το παρελθόν μέσα στο παρόν. Δεν είναι συνεπώς ένα νεκρό θέμα, καθόσον συνδέει τα πράγματα μέσα στο χρόνο. Όλοι οι άνθρωποι και λαοί είμαστε ζωντανές ιστορίες. Αυτό γίνεται σαφέστερο, αν σκεφτούμε πως oμιλούμε γλώσσες που έχουμε κληροδοτήσει από το παρελθόν· πως ζούμε μέσα σε κοινωνίες με πολιτισμικές και θρησκευτικές παραδόσεις που δεν έχουν γεννηθεί σήμερα· πως κάνουμε χρήση τεχνολογικών επιτευμάτων που δεν έχουμε εφεύρει οι ίδιοι· πως ερχόμαστε στον κόσμο με γονίδια τα οποία έχουν εξελιχθεί σε όλο το μάκρος της ζωής του ανθρωπίνου είδους.
Ως αποτέλεσμα, η αντίληψη των δεσμών μεταξύ παρελθόντος και παρόντος είναι απολύτως βασική και αναγκαία για την κατανόηση της ανθρωπίνου υποστάσεώς μας. Αυτός είναι συνοπτικά και ο λόγος που η ιστορία έχει τη σημασία της. Δεν είναι απλώς μόνο χρήσιμη, αλλά και απαραίτητη. Οι άνθρωποι που νοιώθουν πως στερούνται παρελθόντος, πολλάκις μπορούν να δημιουργούν προβλήματα, όχι μόνο στους εαυτούς τους, αλλά και στον περίγυρό τους.
Σε κάθε περίπτωση, η κατανόηση της ιστορίας μας επιτρέπει να χτίζουμε στο μέλλον και, αν και εφόσον είναι απαραίτητο, να αλλάζουμε επάνω σε στέρεες βάσεις. Τίποτα από αυτά δεν δύνανται να επιτευχθούν αποτελεσματικά, εάν δεν έχουμε αντιληφθεί το πλαίσιο του χωροχρόνου και τα σημεία εκκινήσεώς μας. Όλοι ζούμε μέσα στο σήμερα, όπου όμως χρειάστηκε μια μακρά πορεία μέσα στο χρόνο ώστε να φτάσουμε σε αυτό. Και αυτή η μακρά πορεία είναι που πλαισιώνει τόσο το παρελθόν όσο και το παρόν.
Ο ανθρώπινος νους διαθέτει την εξαίρετη ικανότητα εξερευνήσεως ενός πλαισίου σαφώς ευρυτέρου από ότι το ανθρώπινο σώμα, όπως για παράδειγμα την κατανόηση πτυχών της αστρονομίας χωρίς ταξίδια στο διάστημα ή τη μελέτη ιστορικών περιόδων χωρίς φυσική παρουσία στο παρελθόν. Πολλά από όσα γνωρίζουμε σήμερα εκπηγάζουν από προγενεστέρους χρόνους που δεν έχουν λησμονηθεί. Επιπλέον, ο ανθρώπινος νους επιδεικνύει μοναδική εφευρετικότητα στην ανάκτηση πληροφοριών για νεκρές γλώσσες και χαμένους πολιτισμούς, με αποτέλεσμα να διατηρούνται σήμερα στη συλλογική μας μνήμη.
Για άλλους, η ιστορία δεν είναι τίποτα πλην μιας βαρετούς και κουραστικής λίστας γεγονότων και ημερομηνιών. Η αλήθεια είναι πως τα γεγονότα και οι ημερομηνίες όντως αποτελούν βασικά δομικά στοιχεία της ιστορίας ως πεδίου μελέτης, αλλά έχουν περιορισμένο νόημα. Θα ήταν αδύνατον δηλαδή να κατανοήσουμε την παγκόσμια ιστορία μονάχα μέσω βασικών ημερομηνιών συμπληρωμένων με στατιστικές πληροφορίες, όπως τους ρυθμούς αυξήσεως του πληθυσμού ή το μέγεθος στρατιωτικών παρατάξεων. Από μόνη της, η πληροφορία σε καμία περίπτωση δεν είναι γνώση, διότι δεν μπορεί να συνδράμει στην κατανόηση δεδομένων, κάτι που απαιτεί τη διάθεση νοητικών πλαισίων.
Κάποιοι ταυτίζονται εν μέρει με τις απόψεις διαφόρων επικριτών, αποδεχόμενοι πως ναι μεν η ιστορία στερείται αμέσου χρησιμότητος, αλλά η μελέτη της αναπτύσσει άλλες δεξιότητες, όπως τη βελτίωση της κριτικής σκέψεως ή την ικανότητα τεκμηριωμένης αναλύσεως αντικρουομένων δεδομένων. Τέτοιες δεξιότητες όμως αποτελούν απαραίτητα συστατικά ερμηνείας και αξιολογήσεως ιστορικών στοιχείων, αλλά δεν αιτιολογούν την αναγκαιότητα της ιστορίας καθαυτής.
Να τονίσουμε εδώ πως η ιστορία δεν είναι μόνο αντικείμενο ερεύνης των ιστορικών, διότι και οι απαρχές του σύμπαντος, φερειπείν, που μελετώνται από αστροφυσικούς είναι ιστορία· όπως και η εξέλιξη του ζωϊκού βασιλείου, που μελετάται από ζωολόγους, είναι επίσης ιστορία. Συνεπώς, στο εύλογο ερώτημα: «γιατί πρέπει να μελετάται η ιστορία;», η απάντησις είναι πως η ιστορία είναι αναπόφευκτη. Οι ίδιοι οι ιστορικοί εντρυφούν κατά βάση στο παρελθόν-παρόν του ανθρωπίνου είδους, ενώ τομείς όπως η ανθρωπολογία, η πολιτική, η κοινωνιολογία, το δίκαιο είναι περισσότερο εξειδικευμένα υποσύνολα της ιστορίας.
Η κατανόηση των ανθρωπίνων εμπειριών δημιουργεί μια ασφαλή βάση μέσα στο χρόνο όπου, εξ ορισμού, περιλαμβάνει τόσο τη συγχρονική (την άμεση, δηλαδή, στιγμή) όσο και τη διαχρονική (τη μακροχρόνια εξέλιξη). Η πρώτη εντάσσεται πάντοτε μέσα στη δεύτερη, αλλά και το αντίστροφο. Ως έμβια όντα, βρισκόμαστε ενστικτωδώς σε ένα συγχρονικό πλέγμα της παρούσης στιγμής, με το διαχρονικό να αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία της εγρήγορσης της ανθρωπίνου συνειδήσεως. Έτσι είμαστε εις θέσιν να αξιολογούμε διαρκώς τη μακροπρόθεσμη μετάβαση των γεγονότων από το παρελθόν στο παρόν. Βάσει αυτού, αναπτύξαμε την ικανότητα να σκεφτόμαστε τη στιγμή και τη διάρκεια ταυτοχρόνως.
Χωρίς μια σταθερή βάση μελέτης της ιστορίας, οι άνθρωποι θα ανατρέξουν στο παρελθόν ώστε να αντλήσουν, για τον ρόλο τους, πληροφορίες από πολιτιστικές παραδόσεις, συλλογικές μνήμες, μύθους, φήμες, έθιμα κ.λπ. Έτσι όμως, η συγκέντρωση πληροφοριών θα είναι συνήθως αποσπασματική ή συγκεχυμένη. Η εμπεριστατωμένη ενασχόληση συνδράμει αναμφιβόλως στην εκμάθηση του ιστορικού γίγνεσθαι μέσω μιας ακριβεστέρας προσεγγίσεως και κριτικής αξιολογήσεως.
Λέγεται ενίοτε πως οι άνθρωποι δε μαθαίνουν από το παρελθόν. Οι άνθρωποι σίγουρα δε μαθαίνουν από το μέλλον. Και το παρόν παρέρχεται τόσο γρήγορα, ώστε ό,τι μαθαίνεται μέσα σε αυτό, έχει ήδη γίνει παρελθόν. Οι άνθρωποι λοιπόν ππωσδήποτε μαθαίνουν από το παρελθόν, γι’ αυτό άλλωστε μελετάται. Επομένως, η ιστορία δεν αφορά μόνο πράγματα εξαιρετικά απόμακρα στο χρόνο. Αφορά και άλλα σαφώς πιο κοντινά που η κατάλληλη αξιοποίησή τους μπορεί να καταστήσει την ανθρωπότητα πιο ανθρώπινη.